ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Κωμόπολη και κοινότητα της επαρχίας Μαλεβιζίου. Βρίσκεται νοτιοδυτικά του Ηρακλείου, σε απόσταση 21 χμ. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω στους λόφους Πλάγια, Κούπος και Λειβαδιώτης. Έχει υψόμετρο 460 μ. και πληθυσμό, μαζί με τον οικισμό Κιθαρίδα και την μονή της Αγίας Ειρήνης, 2.950 κατοίκους που ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το τοπωνύμιο Κρουσώνας θεωρείται αρχαίο ελληνικό. Ωστόσο, άλλοι το ετυμολογούν από τη λέξη κούρσος - κρούσος η οποία συνδέεται με το ρήμα κουρσεύω (κυριεύω). Η λέξη κρούσος βρίσκεται και σήμερα σε χρήση στη φράση «κρούσος είναι το χωριό» δηλ. έρημο είναι το χωριό, όπως συνέβαινε μετά από τις επιδρομές των κουρσάρων.
Οι κάτοικοι αναφέρουν ότι η παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Κυρία Γωνιά. Η ονομασία αυτή είχε σχέση με τη μορφολογική του θέση, η οποία σχημάτιζε γωνία. Ντόπιες εκδοχές υποστηρίζουν πως το όνομα Κρουσώνας προήλθε από το γεγονός ότι κάποτε το χωριό κυριεύτηκε από κουρσάρους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Μάλιστα το έλεγαν χαρακτηριστικά: «το χωριό των Κουρσάρων». Σύμφωνα πάλι με κάποια άλλη λαϊκή εκδοχή, το χωριό κτίστηκε από κουρσάρους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εδώ, φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα λάφυρα που είχαν αποκομίσει από τις διάφορες επιδρομές τους.
Νότια του χωριού, στο λόφο Κούπος, σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών, υπήρχε μυκηναϊκός ή γεωμετρικός συνοικισμός. Πιστεύεται μάλιστα πως η νεκρούπολή του ήταν στη θέση Χοιρόμαντρες ή Πρινόρι. Οι κάτοικοι αναφέρουν ότι βρέθηκε στη θέση αυτή (λόφος Κούπος) νόμισμα που έφερε στη μία όψη του αχαϊκή κεφαλή και στην άλλη την επιγραφή Κουρσιαίο Φοιλονίδα.
Πιστεύεται ακόμα ότι υπήρχε στην περιοχή οικισμός με το όνομα Κρουσών, στον οποίο λατρευόταν ο θεός Διόνυσος.
Λαϊκές παραδόσεις αναφέρουν ότι κάποτε ήρθαν στην περιοχή οι Κουκουρίτες (Μυλοποταμίτες) και προξένησαν καταστροφές στο χωριό. Σύμφωνα με άλλες λαϊκές μαρτυρίες, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν συχνά το χωριό τους, άλλοτε
εξαιτίας της ανομβρίας που επικρατούσε στην περιοχή και άλλοτε εξαιτίας ενός φοβερού σμήνους σφιγγών που αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους ανθρώπους. Ένα άλλο γεγονός που καθιστούσε το χωριό αυτό επισφαλή, ήταν οι σβούροι που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και δάγκωναν επικίνδυνα.
Σχετικά με το σμήνος σφιγγών που μάστιζε την περιοχή υπάρχει μία αναφορά του Ησυχίου ότι σφίγγες «χαλκοειδείς» σε σμήνη κατέκλυσαν τον Ραύκο (Άγιο Μύρωνα). Το γεγονός έχει σχέση και με τον Κρουσώνα, γιατί τα δύο χωριά ήταν γειτονικά. Οι κάτοικοι του Κρουσώνα, όπως και άλλοι των γύρω χωριών, όταν κινδύνευαν από τους λόγους που προαναφέραμε εγκατέλειπαν τα χωριά τους και
δημιουργούσαν νέους οικισμούς.
Όπως μας πληροφορούν οι κάτοικοι, στην περιοχή γύρω από το χωριό, υπάρχουν τοπωνύμια με αρχαίες ελληνικές ονομασίες. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μίνωας όταν πήγαινε στο Ιδαίον Άντρο πέρασε από τον Κρουσώνα. Σύμφωνα πάλι με πληροφορίες των κατοίκων, κατά τη θεμελίωση κάποιου σπιτιού, βρέθηκε στο χωριό ένα πολύ μεγάλο άγαλμα ταύρου, από το οποίο σήμερα σώζεται μόνο ένα πόδι, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο Ηρακλείου. Ακόμα λέγεται, ότι οι κάτοικοι όταν ορκιζόταν παλιά, έλεγαν χαρακτηριστικά: «μα του Ζα». Έτσι έλεγαν τον Δία στην περιοχή. Άλλη χαρακτηριστική παραλλαγή του όρκου ήταν «Ζαφάσκα κάτεχε».
Όπως πιστεύουν οι κάτοικοι, το χωριό υπήρχε από τον 10ο αιώνα ή και νωρίτερα. Στην περιοχή βρίσκεται και η παλιά εκκλησία Παναγιά η Κερά, η οποία χρονολογείται τον 10ο -12ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Νικ. Φωκάς κατασκεύασε στο χωριό την περίφημη βασιλική στέρνα.
Η πρώτη επίσημη παρουσία του χωριού σε έγγραφο είναι το 1280, όπου αναφέρεται: lohannes Armachy habitor in Casali Cunsiona…(Ιωάννης Αρμάκης, κάτοικος Κρουσώνας…). Το 1341 (πληροφορία των κατοίκων), ήταν φέουδο του Βενετσάνου άρχοντα Μάρκου Ιουστινιανού. Το 1583 αναφέρεται στον «Καστροφύλακα» ως Crussona με 262 κατοίκους.
Σύμφωνα με διηγήσεις των κατοίκων, βρέθηκε στη Βενετία κατάσταση με ονόματα κατοίκων του Κρουσώνα, οι οποίοι μετείχαν σε αγγαρείες, κατά το κτίσιμο του Κάστρου του Ηρακλείου. Στην περιοχή επί Ενετοκρατίας υπήρχαν φρούρια, καστέλια, πατητήρια κρασιού κ.λ.π.
Πριν ακόμα γίνει η απόβαση των γερμανών στην Κρήτη, οι κάτοικοι του χωριού είχαν προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Λέγεται ότι παρατάχθηκαν στον Κρουσώνα, κάτω από την ηγεσία του Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά και αφού οπλίστηκαν, προχώρησαν στο Γάζι και σε άλλα σημεία του Ηρακλείου. Έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, όπου θυσιάστηκαν αρκετοί.
Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, ο ναός του οποίου έχει ταυτιστεί με την τοπική ιστορία. Σε αυτόν το ναό γίνονταν όλες η δοξολογίες για επαναστάσεις και κινήματα, μέσα στον οποίο, όπως αναφέραμε και παραπάνω, έλαβε χώρα το κάψιμο των τριακοσίων Τουρκαλβανών. Στην είσοδο και αριστερά του ναού έχει τοποθετηθεί μαρμάρινη πλάκα που αναφέρεται στο γεγονός. Μία από της σημαντικότερες εκκλησίες είναι η Παναγία η Κερά, η οποία είναι και η παλαιότερη από τις εκκλησίες του χωριού. Έχει κτιστεί στη δεύτερη βυζαντινή περίοδο και έχει ρυθμό βασιλικής – στο δε καμπαναριό της είχε τοποθετηθεί μια καμπάνα φημισμένη για τον ήχο της – και ήταν αφιέρωμα Ρωσίδας πριγκίπισσας στη χάρη της. Μέσα στο χωριό, υπάρχει επίσης η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Θαυματουργού, του οποίου το προσκυνητάρι είναι πέτρινο σκαλιστό και λέγεται μάλιστα πως προέρχεται από τις αραβικές χώρες. Ο Άγιος Γεώργιος έχει συνδεθεί στενά με τη λατρεία των Κρουσανιωτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι δεν υπάρχει οικογένεια στο χωριό που να μην έχει ένα μέλος με το όνομα Γιώργος, Γεωργία.
Άλλες σημαντικές εκκλησίες είναι η δίκλιτη της Κοίμησης της Θεοτόκου και των Εισοδίων και η Παναγιά η Πολέμισσα, η οποία έλαβε το όνομά της από το γεγονός ότι υπήρξε έδρα πολεμικών συμβουλίων. Στο χώρο της εκκλησίας αυτής έλαβε χώρα το εξής παράδοξο. Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής το 1941-1942 και ενώ λειτουργούσε η σημερινή Ηγουμένη της μονής της Αγίας Ειρήνης με τον ιερέα Γ. Βεργετάκη, τη στιγμή που μετέφερε τα Άχραντα Μυστήρια στην Αγία Τράπεζα, το δισκοπότηρο αναποδογυρίστηκε από μόνο του και χύθηκαν τα Μυστήρια. Αμέσως, ο ιερέας παρατήρησε με θαυμασμό έναν μικρό λευκό όγκο να σπινθηρίζει, χωρίς να καίγεται, πάνω στην Αγία Τράπεζα. Τέλος, στην πλατεία του χωριού, επονομαζόμενη και ως Ντάμπασης, βρίσκεται ο καθεδρικός ναός της Αγίας Τριάδας που είναι και ο μεγαλύτερος του χωριού. Γύρω από την περιοχή του χωριού υπάρχουν τριάντα περίπου εξωμονάστηρα με χαρακτηριστικότερα και γραφικότερα αυτά του Αϊ Γιάννη του Ψηλού, του Άγιου Στυλιανού στο Πουρναρόδασος, του Μιχαήλ Αρχάγγελου, του Αϊ Γιάννη στο Πρινόρι και τέλος το γραφικό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στον Κούπο.
Πάνω στο χωριό, στους πρόποδες του Γούρνου, βρίσκεται η μονή της Αγίας Ειρήνης. Η Μονή Αγίας Ειρήνης είναι κοινοβιακή μονή καλογριών και υπάγεται στην Κοινότητα Κρουσώνα. Είναι κτισμένη στο ύψωμα Γούρνος σε υψόμετρο 700 μ. Σήμερα έχει είκοσι καλόγριες.
Όπως μας πληροφορούν οι κάτοικοι, η μονή χρονολογείται από το 650 μ.Χ. Από τότε μέχρι σήμερα έχει αναστηλωθεί τέσσερις φορές. Η τελευταία ανοικοδόμηση έγινε το 1944. Κατά την Τουρκοκρατία, η μονή κατοικείτο από μοναχούς. Μετά από κάποια σφαγή 70 Τούρκων στον Κρουσώνα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να εκδικηθούν. Κατέστρεψαν λοιπόν τη μονή και κατάσφαξαν τους μοναχούς και τον ηγούμενο Ακάκιο. Από τότε και μέχρι το 1944, η μονή ήταν εγκαταλελειμμένη.
Λαϊκές μαρτυρίες αναφέρουν ότι κατά το 1928 η ηγουμένη οραματίστηκε το εξής θαυμαστό: Βρισκόταν στην είσοδο του μοναστηριού, όταν την πλησίασε κάποια μοναχή με καλυμμένο πρόσωπο, την ευλόγησε και προσπερνώντας την, κατευθύνθηκε στον ηγούμενο, βγάζοντας από την τσέπη της ένα κλειδί ακριβώς όμοιο μ’ αυτό που διέθετε αποκλειστικά η ηγουμένη. Το γεγονός προκάλεσε απορίες στην τελευταία, η οποία έτρεξε αμέσως στο γραφείο του ηγούμενου. Εκεί παρατηρώντας προσεκτικά τη μοναχή, αντιλήφθηκε με έκπληξη ότι επρόκειτο για την Αγία Ειρήνη, η οποία ξαφνικά τυλίχθηκε από λευκό σύννεφο και εξαφανίστηκε.
Η μονή ανοικοδομήθηκε το 1944, χάρη στο ενδιαφέρον του εφημέριου του Κρουσώνα παπα Δημήτρη Φασουλάκη και των κατοίκων. Έτσι, μετά τον τελευταίο πόλεμο, ανοικοδομήθηκαν, το καθολικό της μονής, που είναι αφιερωμένο στην Αγία Ειρήνη και την Κοίμηση της Θεοτόκου και δύο κελιά, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρώτες μοναχές.
Σήμερα το μοναστήρι, με την αξιόλογη δραστηριότητα της Ηγουμένης, παρουσιάζεται στο σύνολό του άριστα οργανωμένο ενώ φιλοξενία των καλογραιών είναι χαρακτηριστική.
Ο Κρουσώνας, όντας πια δήμος, ένας από τους πολλούς που δημιουργήθηκαν με το σχέδιο Καποδίστριας, εκτός του χωριού Κηθαρίδας περιλαμβάνει τα χωριά Σάρχος, Λουτράκι και Κορφές, με συνολικό πληθυσμό 4.060 κατοίκους. Διαθέτει Γυμνάσιο, Λύκειο, δυο Δημοτικά σχολεία, νηπιαγωγείο, παιδικό σταθμό, σταθμό χωροφυλακής, Κ.Α.Π.Η., αγροτικό ιατρείο, αγροτικό συνεταιρισμό, ποδοσφαιρικό αθλητικό σωματείο, τον Π.Α.Ο.Κ. Κρουσώνα και τέλος, τον πολιτιστικό σύλλογο ‘Νέα Γενιά’, η δράση του οποίου έχει σημαδέψει την κοινωνία του χωριού. Μια σειρά από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του συλλόγου είναι η δημιουργία και η
οργάνωση τμημάτων εκμάθησης κρητικών παραδοσιακών χορών υπό την επίβλεψη του χοροδιδασκάλου Φαραζάκη Κωνσταντίνου, η διοργάνωση και παρουσίαση θεατρικών παραστάσεων, εκθέσεων ζωγραφικής, φιλολογικών συμποσίων, καθώς επίσης και ιατρικών ενημερωτικών διαλέξεων.
Ο πολιτιστικός σύλλογος έχει επίσης την ευθύνη της οργάνωσης και παρουσίασης των εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα κάθε καλοκαίρι στην πλατεία του χωριού, καθώς επίσης και εκδηλώσεων που σχετίζονται με την τοπική ιστορία του χωριού και γενικά με την ελληνική ιστορία (μάχη της Κρήτης, 28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου, 17 Νοέμβρίου). Σημαντική είναι επίσης η συμβολή και η συμμετοχή του στην οργάνωση του Κρουσανιώτικου καρναβαλιού. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο πολιτιστικός σύλλογος ‘Νέα Γενιά’, με πρόεδρο το Δημήτρη Φαλιακάκη, έχει προχωρήσει σε μια ανανέωση των μελών του συλλόγου, πραγματοποιώντας νέες εγγραφές από τη νεολαία των σχολείων, έχοντας ως κύριο στόχο να φέρει σε επαφή το παλιό με το καινούργιο. Στην προσπάθεια αυτή να δώσει ένα νέο στίγμα στην κοινωνία του χωριού, σπουδαίο ρόλο επιτελεί και η έκδοση της διμηνιαίας εφημερίδας του συλλόγου με την ονομασία Κρουσανιώτικος Λόγος. Ο Κρουσανιώτικος Λόγος, σκέψη και δημιούργημα του συμβουλίου του συλλόγου, με αρχισυντάκτη το Νικόλαο Κατσαλάκη, αρθρογράφο τον ιστορικό και συγγραφέα Γεώργιο Ξυλούρη και συνεργάτες τον Μιχαήλ Μακατουνάκη, Γεώργιο Λαμπρινίδη, Θέμη Σιγανάκη, Γεώργιο Τζωράκη και Μανώλη Βαλτζάκη, προσπαθεί να συμβάλλει στην αφύπνιση
και δημιουργία μιας νέας πνευματικής πραγματικότητας που θα χαρακτηρίζει τη σύγχρονη τοπική κοινωνία του Κρουσώνα στο γενικό χάρτη της περιφέρειας του νομού Ηρακλείου, όπως αυτός διαμορφώνεται.
Άρθρο στο Περιοδικό του Οικουμενικού Ελληνισμού 5+1
Βιβλιογραφία:
1. Ιστορία της Κρήτης, Εκδόσεις Ελληνική Εθνική Γραμμή
2. Ιστορικές Αναφορές, Ξυλούρης Γεώργιος
Το τοπωνύμιο Κρουσώνας θεωρείται αρχαίο ελληνικό. Ωστόσο, άλλοι το ετυμολογούν από τη λέξη κούρσος - κρούσος η οποία συνδέεται με το ρήμα κουρσεύω (κυριεύω). Η λέξη κρούσος βρίσκεται και σήμερα σε χρήση στη φράση «κρούσος είναι το χωριό» δηλ. έρημο είναι το χωριό, όπως συνέβαινε μετά από τις επιδρομές των κουρσάρων.
Οι κάτοικοι αναφέρουν ότι η παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Κυρία Γωνιά. Η ονομασία αυτή είχε σχέση με τη μορφολογική του θέση, η οποία σχημάτιζε γωνία. Ντόπιες εκδοχές υποστηρίζουν πως το όνομα Κρουσώνας προήλθε από το γεγονός ότι κάποτε το χωριό κυριεύτηκε από κουρσάρους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Μάλιστα το έλεγαν χαρακτηριστικά: «το χωριό των Κουρσάρων». Σύμφωνα πάλι με κάποια άλλη λαϊκή εκδοχή, το χωριό κτίστηκε από κουρσάρους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εδώ, φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα λάφυρα που είχαν αποκομίσει από τις διάφορες επιδρομές τους.
Νότια του χωριού, στο λόφο Κούπος, σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών, υπήρχε μυκηναϊκός ή γεωμετρικός συνοικισμός. Πιστεύεται μάλιστα πως η νεκρούπολή του ήταν στη θέση Χοιρόμαντρες ή Πρινόρι. Οι κάτοικοι αναφέρουν ότι βρέθηκε στη θέση αυτή (λόφος Κούπος) νόμισμα που έφερε στη μία όψη του αχαϊκή κεφαλή και στην άλλη την επιγραφή Κουρσιαίο Φοιλονίδα.
Πιστεύεται ακόμα ότι υπήρχε στην περιοχή οικισμός με το όνομα Κρουσών, στον οποίο λατρευόταν ο θεός Διόνυσος.
Λαϊκές παραδόσεις αναφέρουν ότι κάποτε ήρθαν στην περιοχή οι Κουκουρίτες (Μυλοποταμίτες) και προξένησαν καταστροφές στο χωριό. Σύμφωνα με άλλες λαϊκές μαρτυρίες, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν συχνά το χωριό τους, άλλοτε
εξαιτίας της ανομβρίας που επικρατούσε στην περιοχή και άλλοτε εξαιτίας ενός φοβερού σμήνους σφιγγών που αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους ανθρώπους. Ένα άλλο γεγονός που καθιστούσε το χωριό αυτό επισφαλή, ήταν οι σβούροι που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και δάγκωναν επικίνδυνα.
Σχετικά με το σμήνος σφιγγών που μάστιζε την περιοχή υπάρχει μία αναφορά του Ησυχίου ότι σφίγγες «χαλκοειδείς» σε σμήνη κατέκλυσαν τον Ραύκο (Άγιο Μύρωνα). Το γεγονός έχει σχέση και με τον Κρουσώνα, γιατί τα δύο χωριά ήταν γειτονικά. Οι κάτοικοι του Κρουσώνα, όπως και άλλοι των γύρω χωριών, όταν κινδύνευαν από τους λόγους που προαναφέραμε εγκατέλειπαν τα χωριά τους και
δημιουργούσαν νέους οικισμούς.
Όπως μας πληροφορούν οι κάτοικοι, στην περιοχή γύρω από το χωριό, υπάρχουν τοπωνύμια με αρχαίες ελληνικές ονομασίες. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μίνωας όταν πήγαινε στο Ιδαίον Άντρο πέρασε από τον Κρουσώνα. Σύμφωνα πάλι με πληροφορίες των κατοίκων, κατά τη θεμελίωση κάποιου σπιτιού, βρέθηκε στο χωριό ένα πολύ μεγάλο άγαλμα ταύρου, από το οποίο σήμερα σώζεται μόνο ένα πόδι, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο Ηρακλείου. Ακόμα λέγεται, ότι οι κάτοικοι όταν ορκιζόταν παλιά, έλεγαν χαρακτηριστικά: «μα του Ζα». Έτσι έλεγαν τον Δία στην περιοχή. Άλλη χαρακτηριστική παραλλαγή του όρκου ήταν «Ζαφάσκα κάτεχε».
Όπως πιστεύουν οι κάτοικοι, το χωριό υπήρχε από τον 10ο αιώνα ή και νωρίτερα. Στην περιοχή βρίσκεται και η παλιά εκκλησία Παναγιά η Κερά, η οποία χρονολογείται τον 10ο -12ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Νικ. Φωκάς κατασκεύασε στο χωριό την περίφημη βασιλική στέρνα.
Η πρώτη επίσημη παρουσία του χωριού σε έγγραφο είναι το 1280, όπου αναφέρεται: lohannes Armachy habitor in Casali Cunsiona…(Ιωάννης Αρμάκης, κάτοικος Κρουσώνας…). Το 1341 (πληροφορία των κατοίκων), ήταν φέουδο του Βενετσάνου άρχοντα Μάρκου Ιουστινιανού. Το 1583 αναφέρεται στον «Καστροφύλακα» ως Crussona με 262 κατοίκους.
Σύμφωνα με διηγήσεις των κατοίκων, βρέθηκε στη Βενετία κατάσταση με ονόματα κατοίκων του Κρουσώνα, οι οποίοι μετείχαν σε αγγαρείες, κατά το κτίσιμο του Κάστρου του Ηρακλείου. Στην περιοχή επί Ενετοκρατίας υπήρχαν φρούρια, καστέλια, πατητήρια κρασιού κ.λ.π.
Πριν ακόμα γίνει η απόβαση των γερμανών στην Κρήτη, οι κάτοικοι του χωριού είχαν προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Λέγεται ότι παρατάχθηκαν στον Κρουσώνα, κάτω από την ηγεσία του Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά και αφού οπλίστηκαν, προχώρησαν στο Γάζι και σε άλλα σημεία του Ηρακλείου. Έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, όπου θυσιάστηκαν αρκετοί.
Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, ο ναός του οποίου έχει ταυτιστεί με την τοπική ιστορία. Σε αυτόν το ναό γίνονταν όλες η δοξολογίες για επαναστάσεις και κινήματα, μέσα στον οποίο, όπως αναφέραμε και παραπάνω, έλαβε χώρα το κάψιμο των τριακοσίων Τουρκαλβανών. Στην είσοδο και αριστερά του ναού έχει τοποθετηθεί μαρμάρινη πλάκα που αναφέρεται στο γεγονός. Μία από της σημαντικότερες εκκλησίες είναι η Παναγία η Κερά, η οποία είναι και η παλαιότερη από τις εκκλησίες του χωριού. Έχει κτιστεί στη δεύτερη βυζαντινή περίοδο και έχει ρυθμό βασιλικής – στο δε καμπαναριό της είχε τοποθετηθεί μια καμπάνα φημισμένη για τον ήχο της – και ήταν αφιέρωμα Ρωσίδας πριγκίπισσας στη χάρη της. Μέσα στο χωριό, υπάρχει επίσης η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Θαυματουργού, του οποίου το προσκυνητάρι είναι πέτρινο σκαλιστό και λέγεται μάλιστα πως προέρχεται από τις αραβικές χώρες. Ο Άγιος Γεώργιος έχει συνδεθεί στενά με τη λατρεία των Κρουσανιωτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι δεν υπάρχει οικογένεια στο χωριό που να μην έχει ένα μέλος με το όνομα Γιώργος, Γεωργία.
Άλλες σημαντικές εκκλησίες είναι η δίκλιτη της Κοίμησης της Θεοτόκου και των Εισοδίων και η Παναγιά η Πολέμισσα, η οποία έλαβε το όνομά της από το γεγονός ότι υπήρξε έδρα πολεμικών συμβουλίων. Στο χώρο της εκκλησίας αυτής έλαβε χώρα το εξής παράδοξο. Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής το 1941-1942 και ενώ λειτουργούσε η σημερινή Ηγουμένη της μονής της Αγίας Ειρήνης με τον ιερέα Γ. Βεργετάκη, τη στιγμή που μετέφερε τα Άχραντα Μυστήρια στην Αγία Τράπεζα, το δισκοπότηρο αναποδογυρίστηκε από μόνο του και χύθηκαν τα Μυστήρια. Αμέσως, ο ιερέας παρατήρησε με θαυμασμό έναν μικρό λευκό όγκο να σπινθηρίζει, χωρίς να καίγεται, πάνω στην Αγία Τράπεζα. Τέλος, στην πλατεία του χωριού, επονομαζόμενη και ως Ντάμπασης, βρίσκεται ο καθεδρικός ναός της Αγίας Τριάδας που είναι και ο μεγαλύτερος του χωριού. Γύρω από την περιοχή του χωριού υπάρχουν τριάντα περίπου εξωμονάστηρα με χαρακτηριστικότερα και γραφικότερα αυτά του Αϊ Γιάννη του Ψηλού, του Άγιου Στυλιανού στο Πουρναρόδασος, του Μιχαήλ Αρχάγγελου, του Αϊ Γιάννη στο Πρινόρι και τέλος το γραφικό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στον Κούπο.
Πάνω στο χωριό, στους πρόποδες του Γούρνου, βρίσκεται η μονή της Αγίας Ειρήνης. Η Μονή Αγίας Ειρήνης είναι κοινοβιακή μονή καλογριών και υπάγεται στην Κοινότητα Κρουσώνα. Είναι κτισμένη στο ύψωμα Γούρνος σε υψόμετρο 700 μ. Σήμερα έχει είκοσι καλόγριες.
Όπως μας πληροφορούν οι κάτοικοι, η μονή χρονολογείται από το 650 μ.Χ. Από τότε μέχρι σήμερα έχει αναστηλωθεί τέσσερις φορές. Η τελευταία ανοικοδόμηση έγινε το 1944. Κατά την Τουρκοκρατία, η μονή κατοικείτο από μοναχούς. Μετά από κάποια σφαγή 70 Τούρκων στον Κρουσώνα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να εκδικηθούν. Κατέστρεψαν λοιπόν τη μονή και κατάσφαξαν τους μοναχούς και τον ηγούμενο Ακάκιο. Από τότε και μέχρι το 1944, η μονή ήταν εγκαταλελειμμένη.
Λαϊκές μαρτυρίες αναφέρουν ότι κατά το 1928 η ηγουμένη οραματίστηκε το εξής θαυμαστό: Βρισκόταν στην είσοδο του μοναστηριού, όταν την πλησίασε κάποια μοναχή με καλυμμένο πρόσωπο, την ευλόγησε και προσπερνώντας την, κατευθύνθηκε στον ηγούμενο, βγάζοντας από την τσέπη της ένα κλειδί ακριβώς όμοιο μ’ αυτό που διέθετε αποκλειστικά η ηγουμένη. Το γεγονός προκάλεσε απορίες στην τελευταία, η οποία έτρεξε αμέσως στο γραφείο του ηγούμενου. Εκεί παρατηρώντας προσεκτικά τη μοναχή, αντιλήφθηκε με έκπληξη ότι επρόκειτο για την Αγία Ειρήνη, η οποία ξαφνικά τυλίχθηκε από λευκό σύννεφο και εξαφανίστηκε.
Η μονή ανοικοδομήθηκε το 1944, χάρη στο ενδιαφέρον του εφημέριου του Κρουσώνα παπα Δημήτρη Φασουλάκη και των κατοίκων. Έτσι, μετά τον τελευταίο πόλεμο, ανοικοδομήθηκαν, το καθολικό της μονής, που είναι αφιερωμένο στην Αγία Ειρήνη και την Κοίμηση της Θεοτόκου και δύο κελιά, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρώτες μοναχές.
Σήμερα το μοναστήρι, με την αξιόλογη δραστηριότητα της Ηγουμένης, παρουσιάζεται στο σύνολό του άριστα οργανωμένο ενώ φιλοξενία των καλογραιών είναι χαρακτηριστική.
Ο Κρουσώνας, όντας πια δήμος, ένας από τους πολλούς που δημιουργήθηκαν με το σχέδιο Καποδίστριας, εκτός του χωριού Κηθαρίδας περιλαμβάνει τα χωριά Σάρχος, Λουτράκι και Κορφές, με συνολικό πληθυσμό 4.060 κατοίκους. Διαθέτει Γυμνάσιο, Λύκειο, δυο Δημοτικά σχολεία, νηπιαγωγείο, παιδικό σταθμό, σταθμό χωροφυλακής, Κ.Α.Π.Η., αγροτικό ιατρείο, αγροτικό συνεταιρισμό, ποδοσφαιρικό αθλητικό σωματείο, τον Π.Α.Ο.Κ. Κρουσώνα και τέλος, τον πολιτιστικό σύλλογο ‘Νέα Γενιά’, η δράση του οποίου έχει σημαδέψει την κοινωνία του χωριού. Μια σειρά από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του συλλόγου είναι η δημιουργία και η
οργάνωση τμημάτων εκμάθησης κρητικών παραδοσιακών χορών υπό την επίβλεψη του χοροδιδασκάλου Φαραζάκη Κωνσταντίνου, η διοργάνωση και παρουσίαση θεατρικών παραστάσεων, εκθέσεων ζωγραφικής, φιλολογικών συμποσίων, καθώς επίσης και ιατρικών ενημερωτικών διαλέξεων.
Ο πολιτιστικός σύλλογος έχει επίσης την ευθύνη της οργάνωσης και παρουσίασης των εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα κάθε καλοκαίρι στην πλατεία του χωριού, καθώς επίσης και εκδηλώσεων που σχετίζονται με την τοπική ιστορία του χωριού και γενικά με την ελληνική ιστορία (μάχη της Κρήτης, 28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου, 17 Νοέμβρίου). Σημαντική είναι επίσης η συμβολή και η συμμετοχή του στην οργάνωση του Κρουσανιώτικου καρναβαλιού. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο πολιτιστικός σύλλογος ‘Νέα Γενιά’, με πρόεδρο το Δημήτρη Φαλιακάκη, έχει προχωρήσει σε μια ανανέωση των μελών του συλλόγου, πραγματοποιώντας νέες εγγραφές από τη νεολαία των σχολείων, έχοντας ως κύριο στόχο να φέρει σε επαφή το παλιό με το καινούργιο. Στην προσπάθεια αυτή να δώσει ένα νέο στίγμα στην κοινωνία του χωριού, σπουδαίο ρόλο επιτελεί και η έκδοση της διμηνιαίας εφημερίδας του συλλόγου με την ονομασία Κρουσανιώτικος Λόγος. Ο Κρουσανιώτικος Λόγος, σκέψη και δημιούργημα του συμβουλίου του συλλόγου, με αρχισυντάκτη το Νικόλαο Κατσαλάκη, αρθρογράφο τον ιστορικό και συγγραφέα Γεώργιο Ξυλούρη και συνεργάτες τον Μιχαήλ Μακατουνάκη, Γεώργιο Λαμπρινίδη, Θέμη Σιγανάκη, Γεώργιο Τζωράκη και Μανώλη Βαλτζάκη, προσπαθεί να συμβάλλει στην αφύπνιση
και δημιουργία μιας νέας πνευματικής πραγματικότητας που θα χαρακτηρίζει τη σύγχρονη τοπική κοινωνία του Κρουσώνα στο γενικό χάρτη της περιφέρειας του νομού Ηρακλείου, όπως αυτός διαμορφώνεται.
Άρθρο στο Περιοδικό του Οικουμενικού Ελληνισμού 5+1
Βιβλιογραφία:
1. Ιστορία της Κρήτης, Εκδόσεις Ελληνική Εθνική Γραμμή
2. Ιστορικές Αναφορές, Ξυλούρης Γεώργιος
Τούρκικη Κατοχή
Την εποχή που οι τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τη Μεγαλόνησο, το 1645- 1646, έγινε στον Κρουσώνα μεγάλη σφαγή και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Καράμερα. Αποκεφαλίστηκαν πολλοί Χριστιανοί και οι κεφαλές τους περιφέρονταν στα γύρω χωριά. Σχετικό είναι το παρακάτω τραγούδι:
«Βάλετε στο τραπέζι σας ένα κρασί να πιούμε
να φάμε να γλεντήσουμε να σας εδιηγηθούμε.
Την εποχή απ’ ήρθανε οι Τούρκοι εις την Κρήτη
π’ ορφάνεψε ο τόπος μας και κλαίει ο Ψηλορείτης
Ήταν γλυκά χαράματα που ξέφεγγε η μέρα
Τούρκοι νταλντήσαν στο χωριό, σφάξαν στο Καραμέρα
Εις το χωριό νταλντήσανε Τούρκοι μα λυσσασμένοι
και φέρανε το χαλασμό οι καταφρονεμένοι….
Και μεσ’ τ’ αλώνι που ήτανε εκατόνε μαζωμένα
πιάσαν οι σκύλοι σφάξαντα όλα σ’ ένα αίμα»
Μετά το γεγονός αυτό, οι κάτοικοι του χωριού αντιδρούσαν επανειλημμένα στις απαιτήσεις των Τούρκων. Αρνήθηκαν να πληρώσουν τους περίφημους τούρκικους φόρους. Ωστόσο οι Τούρκοι δεν το έβαλαν εύκολα κάτω. Αποφάσισαν να επιβάλλουν τους φόρους, βάζοντας σε ενέργεια το στρατό τους. Το πληροφορήθηκαν όμως οι κάτοικοι και έστησαν ενέδρα έξω από το χωριό, όπου επιτέθηκαν και κατατρόπωσαν τα τούρκικα στρατεύματα.
Μετά απ’ αυτό, και επειδή ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί η κατάκτηση της Κρήτης, οι Τούρκοι αποφάσισαν να ενεργήσουν με διπλωματία. Ρώτησαν λοιπόν ποιες απαιτήσεις προβάλλουν οι κάτοικοι του Κρουσώνα και εκείνοι τους απάντησαν ότι δεν δεχόταν να πληρώνουν φόρους, δεν δεχόταν να εγκατασταθούν στο χωριό Τούρκοι και απαιτούσαν να διοικούν μόνο Χριστιανοί την περιοχή.
Τα αιτήματα έγιναν όλα αποδεκτά με φιρμάνι του 1647, το οποίο χαρακτήριζε τον Κρουσώνα ως βακούφικο χωριό, το οποίο ήταν υποχρεωμένο να συντηρεί το τζαμί της Σουλτάνας Ιμπραχήμ.
Από το χρόνο αυτό ως το 1750 δεν κατοίκησε κανένας Τούρκος στο χωριό. Το 1750 όπως, επειδή οι κάτοικοι προξενούσαν πολλές ενοχλήσεις στους Τούρκους της περιοχής, εγκαταστάθηκε στον Κρουσώνα Τούρκος μπέης ως τοποτηρητής. Μέχρι το 1821 κατοικούσαν εδώ δεκαπέντε περίπου τούρκικες οικογένειες, οι οποίες σφάχτηκαν στην επανάσταση του 1821.
Από το 1821 μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης κανένας Τούρκος δεν κατοίκησε στο χωριό. Το 1834, το χωριό είχε εκατόν σαράντα χριστιανικές οικογένειες.
Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1777-1779, όσοι άνδρες αποδράσαν από τα Σφακιά μαζί με το Σφακιανό Πρωτόπαπα κρύφτηκαν στον Κρουσώνα. Αυτούς περιέθαλπαν και συντηρούσαν οι κάτοικοι του χωριού με επικεφαλής τον Βαρδαλαχοπατέρα, ο οποίος και τους φυγάδευσε, όταν οι Τούρκοι αντιλήφθησαν το κρησφύγετό τους στη Γέργερη. Στο δρόμο όμως πέθανε ο Πρωτόπαπας, ο οποίος μάλιστα θάφτηκε στη περιοχή που ονομάζεται σήμερα του Παπά ο Λάκκος. Τα οστά του βρίσκονται στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους.
Γύρω στο 1800 δημιουργείται στον Κρουσώνα ο πρώτος πυρήνας αυτών που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα επαναστάσεις. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι το 1818, ανήμερα του Πάσχα, ένα τουρκόπουλο, από τις λίγες οικογένειες που
ζούσαν στον Κρουσώνα, σκότωσε ένα χριστιανόπουλο για λόγους αντιζηλίας. Οι κάτοικοι εξοργισμένοι καταδίωξαν το φονιά, που είχε καταφύγει στο Πενταμόδι. Επακολούθησε μάχη κατά την οποία νίκησαν οι Χριστιανοί, και ανάγκασαν τους Τούρκους να μεταφερθούν στον Ψηλορείτη, όπου και τους κατέσφαξαν.
Κατά τη διάρκεια της τραγικής αυτής σφαγής, οι Χριστιανοί έκπληκτοι είδαν ένα παιδάκι στην αγκαλιά ενός αποκεφαλισμένου Τούρκου. Τρομαγμένοι αποφάσισαν να σταματήσουν τη σφαγή. Το παιδάκι αυτό ήταν ο μετέπειτα περίφημος Μουλάς Ντεμίρ, που αποτελούσε το φόβο και τον τρόμο των Χριστιανών, κυρίως μάλιστα των κατοίκων του Κρουσώνα.
Κατά την επανάσταση του 1821 στον Κρουσώνα δημιουργήθηκε σώμα από τριακόσιους άντρες με επικεφαλής το Μακατουνομανώλη και το Γιώργο Γιαμαλλή, οι οποίοι έλαβαν ενεργά μέρος σ’ αυτήν. Λέγεται πως όταν έκαναν επιδρομές οι Τούρκοι στη περιοχή, πολλές φορές έμεναν το βράδυ στο χωριό και διασκέδαζαν, εκμεταλλευόμενοι τις κοπέλες του χωριού. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στους επαναστάτες που είχαν καταφύγει στο βουνό Κουδούνι, πράγμα που τους εξόργισε και αποφάσισαν να δώσουν τέρμα στις ασυδοσίες και ντροπές των Τούρκων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αυγενική, της οποίας οι κάτοικοι αγανάκτησαν και ειδοποίησαν το σώμα Μακατουνομανώλη και Γιαμαλλή.
Αυτοί, κατέβηκαν λοιπόν κάποιο βράδυ στο χωριό και ανακοίνωσαν στους Τούρκους πως στο εξής θα υπήρχε ομόνοια μεταξύ τους. Σαν επικύρωση της συμφωνίας αυτής παρακάθισαν σε γλέντι Τούρκοι και Χριστιανοί μαζί. Στη διάρκεια του γλεντιού καθένας από τους Έλληνες καπετάνιους έβγαλε το μαχαίρι του και την κατάλληλη στιγμή επιτέθηκαν όλοι μαζί και τους συνέλαβαν. Στη συνέχεια, τους οδήγησαν στο κουδούνι και τους κατάσφαξαν. Για την τρομερή αυτή νύκτα της σφαγής έχει γραφεί και η μαντινάδα.
«Σήκω να πιάσεις το χορό Μανώλη Μακατούνη
και τ’ αποξημερώματα να βγούμε στο Κουδούνι»
Από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του Κρουσώνα και που μένει ανεξίτηλο στις μνήμες των κατοίκων μέχρι και σήμερα, είναι το κάψιμο τριακοσίων Τουρκαλβανών στην εκκλησία του Άγιου Χαραλάμπους. Οι επαναστάτες είχαν περικυκλώσει και εγκλωβίσει τους Τούρκους μέσα στο χωριό, οι οποίοι για να γλιτώσουν κατάφυγαν στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, παίρνοντας παράλληλα σαν όμηρο το μοναχογιό του προκρίτου του χωριού απειλώντας να τον σκοτώσουν.
Οι επαναστάτες, μετά από απόφαση που πήραν και με συγκατάθεση του πατέρα, ο οποίος είπε και τη φράση «αφού είναι γραφτό ντου να ποθάνει απού νταδά για την πατρίδα ας ποθάνει», άνοιξαν τρύπα πάνω από τη στέγη του ναού και τους έριξαν εύφλεκτες ύλες. Αποτέλεσμα, άλλοι να καούν και άλλοι να αναγκαστούν να εξορμήσουν για να γλιτώσουν από τη φωτιά και τον καπνό. Εκεί, τους
περίμεναν οι επαναστάτες και τους αποτελείωσαν. Το δε νεαρό ‘Τζουνιά, κατά άλλους ‘Κριτσωτάκη’, τον βρήκαν αποκεφαλισμένο κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Τον Ιούνιο του 1822 στη θέση Κρουσανιώτικο φαράγγι, έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των οπλαρχηγών Κουρμούλη, Βουρδούμπα, Δεληγιάννη κ.ά. και του Χασάν Πασά. Σκοτώθηκαν περίπου τετρακόσιοι Τούρκοι. Σαν εκδίκηση οι Τούρκοι κατέκαψαν το χωριό και κατέσφαξαν τους καλόγερους της μονής της Αγίας Ειρήνης.
Κατά την επανάσταση του Μαυρογένη, το 1858, οι κάτοικοι του Κρουσώνα είχαν αξιόλογη συμμετοχή και παρουσίασαν αξιόλογη δράση. Το 1866 επίσης, το χωριό, με νέους καπετάνιους (Μανδροκωνσταντής, Βαμβουκομανώλης, Τζουλιαδοδράκος κ.ά.), παίζει σημαντικό ρόλο στην επανάσταση. Οι Τούρκοι το έκαψαν και κατέστρεψαν τις εκκλησίες του για μια ακόμα φορά.
Φυσικά, οι κάτοικοι έλαβαν μέρος και στην επανάσταση του 1878-1879. Σ’ αυτήν έδρασαν ως καπετάνιοι οι Βαμβουκογιάννης και Μακατουνανδρέας. Όσον αφορά την τελευταία επανάσταση του προηγούμενου αιώνα στην Κρήτη, οι κάτοικοι είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες καιρό πριν. Ο Μακατουνανδρέας πήγε στην Αθήνα για να φέρει από εκεί όπλα. Επίσης, οι αδελφοί Ξυλούρη μετέφεραν όπλα από το Παλαιόκαστρο, τα οποία όμως παραδόθηκαν τελικά στους Τούρκους. Γι’ αυτό, αναγκάστηκαν να μεταβούν πάλι στο Παλαιόκαστρο, για να αγοράσουν καινούργια. Κατά την επιστροφή τους προς τον Κρουσώνα, συνάντησαν Τούρκους με τους οποίους και συνεπλάκησαν. Η συμπλοκή αυτή έγινε με σκοπό να δοθεί χρόνος στους άντρες που οδηγούσαν τα φορτωμένα ζώα ν’ απομακρυνθούν και να φθάσουν στον Κρουσώνα σώοι και χωρίς απώλειες.
Οι κάτοικοι δεν υπερασπίστηκαν μόνο το χωριό τους, αλλά έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες όπως: Ξύπετρα, στο Σπανού Μετόχι, στα Γιοφυράκια, στα Σταυράκια, στον Αλμυρό, κ.λ.π.
Στους αγώνες αυτούς διακρίνονταν πάντοτε για την ανδρεία τους και αρκετοί θυσιάστηκαν για το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας. Οι μάχες αυτές έγιναν τραγούδια στο στόμα του λαού, όπως:
Βαρούχας επολέμαγε πάνω απ’ τη Φουντάνα
και στον Κρουσώνα έπεμψε ντελόγο ένα γράμμα
Τούρκοι μας ετυλίξανε πολλοί το γράμμα λέει
και νάρχετε αγλήγορα ζάρενε στο Καστέλι.
Ντέλογο ξεκινήσανε 300 αρματωμένοι
και παν να πολεμήσουνε εις το Κανλί Καστέλι
Και όταν εξεπροβάλανε στις ξερολιάς τ’ αρμάκι
Τούρκους θεωρούνε να γλακούν οθέ του Τσαγκαράκη
και την προσκοίδα στέσανε όξω απ’ τσι Μαλάδες
και πέντε πέφτανε οι Τούρκοι απ’ τσι φοράδες.
Νοίχτε τις πόρτες γρήγορα μέσα να μπει τ’ ασκέρι
πως εγυρίσαν οι καιροί σε τούτο το σεφέρι.
Και μια χανούμ ερώτανε εις την χανιώ την πόρτα
μπας κι είδανε τον μουσταφά που πολεμά στην Ρόκα
μα βαλαχί και μπιλαχί τον είδα σκοτωμένο
απάνω σ’ ένα τρόχατο τον είδα ξαπλωμένο.
Και άλλη μία ερώτανε μπα είδαν τον Ισάνη
μας μεις σου τον αφήσαμε στη φοινικιά το χάνι
φαίνεται κάμαν οι ρωμιοί ετούτο το τερτίπι
να ξολοθρέψουν την Τουρκιά απ’ το νησί της Κρήτης.
Αρχικά, ο Κρουσώνας δεν μετείχε στην επανάσταση της Θερίσου. Αργότερα όμως, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων τάχτηκε στο πλευρό του Βενιζέλου. Πολλοί έλαβαν μέρος και στο Μακεδονικό Αγώνα.
«Βάλετε στο τραπέζι σας ένα κρασί να πιούμε
να φάμε να γλεντήσουμε να σας εδιηγηθούμε.
Την εποχή απ’ ήρθανε οι Τούρκοι εις την Κρήτη
π’ ορφάνεψε ο τόπος μας και κλαίει ο Ψηλορείτης
Ήταν γλυκά χαράματα που ξέφεγγε η μέρα
Τούρκοι νταλντήσαν στο χωριό, σφάξαν στο Καραμέρα
Εις το χωριό νταλντήσανε Τούρκοι μα λυσσασμένοι
και φέρανε το χαλασμό οι καταφρονεμένοι….
Και μεσ’ τ’ αλώνι που ήτανε εκατόνε μαζωμένα
πιάσαν οι σκύλοι σφάξαντα όλα σ’ ένα αίμα»
Μετά το γεγονός αυτό, οι κάτοικοι του χωριού αντιδρούσαν επανειλημμένα στις απαιτήσεις των Τούρκων. Αρνήθηκαν να πληρώσουν τους περίφημους τούρκικους φόρους. Ωστόσο οι Τούρκοι δεν το έβαλαν εύκολα κάτω. Αποφάσισαν να επιβάλλουν τους φόρους, βάζοντας σε ενέργεια το στρατό τους. Το πληροφορήθηκαν όμως οι κάτοικοι και έστησαν ενέδρα έξω από το χωριό, όπου επιτέθηκαν και κατατρόπωσαν τα τούρκικα στρατεύματα.
Μετά απ’ αυτό, και επειδή ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί η κατάκτηση της Κρήτης, οι Τούρκοι αποφάσισαν να ενεργήσουν με διπλωματία. Ρώτησαν λοιπόν ποιες απαιτήσεις προβάλλουν οι κάτοικοι του Κρουσώνα και εκείνοι τους απάντησαν ότι δεν δεχόταν να πληρώνουν φόρους, δεν δεχόταν να εγκατασταθούν στο χωριό Τούρκοι και απαιτούσαν να διοικούν μόνο Χριστιανοί την περιοχή.
Τα αιτήματα έγιναν όλα αποδεκτά με φιρμάνι του 1647, το οποίο χαρακτήριζε τον Κρουσώνα ως βακούφικο χωριό, το οποίο ήταν υποχρεωμένο να συντηρεί το τζαμί της Σουλτάνας Ιμπραχήμ.
Από το χρόνο αυτό ως το 1750 δεν κατοίκησε κανένας Τούρκος στο χωριό. Το 1750 όπως, επειδή οι κάτοικοι προξενούσαν πολλές ενοχλήσεις στους Τούρκους της περιοχής, εγκαταστάθηκε στον Κρουσώνα Τούρκος μπέης ως τοποτηρητής. Μέχρι το 1821 κατοικούσαν εδώ δεκαπέντε περίπου τούρκικες οικογένειες, οι οποίες σφάχτηκαν στην επανάσταση του 1821.
Από το 1821 μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης κανένας Τούρκος δεν κατοίκησε στο χωριό. Το 1834, το χωριό είχε εκατόν σαράντα χριστιανικές οικογένειες.
Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1777-1779, όσοι άνδρες αποδράσαν από τα Σφακιά μαζί με το Σφακιανό Πρωτόπαπα κρύφτηκαν στον Κρουσώνα. Αυτούς περιέθαλπαν και συντηρούσαν οι κάτοικοι του χωριού με επικεφαλής τον Βαρδαλαχοπατέρα, ο οποίος και τους φυγάδευσε, όταν οι Τούρκοι αντιλήφθησαν το κρησφύγετό τους στη Γέργερη. Στο δρόμο όμως πέθανε ο Πρωτόπαπας, ο οποίος μάλιστα θάφτηκε στη περιοχή που ονομάζεται σήμερα του Παπά ο Λάκκος. Τα οστά του βρίσκονται στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους.
Γύρω στο 1800 δημιουργείται στον Κρουσώνα ο πρώτος πυρήνας αυτών που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα επαναστάσεις. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι το 1818, ανήμερα του Πάσχα, ένα τουρκόπουλο, από τις λίγες οικογένειες που
ζούσαν στον Κρουσώνα, σκότωσε ένα χριστιανόπουλο για λόγους αντιζηλίας. Οι κάτοικοι εξοργισμένοι καταδίωξαν το φονιά, που είχε καταφύγει στο Πενταμόδι. Επακολούθησε μάχη κατά την οποία νίκησαν οι Χριστιανοί, και ανάγκασαν τους Τούρκους να μεταφερθούν στον Ψηλορείτη, όπου και τους κατέσφαξαν.
Κατά τη διάρκεια της τραγικής αυτής σφαγής, οι Χριστιανοί έκπληκτοι είδαν ένα παιδάκι στην αγκαλιά ενός αποκεφαλισμένου Τούρκου. Τρομαγμένοι αποφάσισαν να σταματήσουν τη σφαγή. Το παιδάκι αυτό ήταν ο μετέπειτα περίφημος Μουλάς Ντεμίρ, που αποτελούσε το φόβο και τον τρόμο των Χριστιανών, κυρίως μάλιστα των κατοίκων του Κρουσώνα.
Κατά την επανάσταση του 1821 στον Κρουσώνα δημιουργήθηκε σώμα από τριακόσιους άντρες με επικεφαλής το Μακατουνομανώλη και το Γιώργο Γιαμαλλή, οι οποίοι έλαβαν ενεργά μέρος σ’ αυτήν. Λέγεται πως όταν έκαναν επιδρομές οι Τούρκοι στη περιοχή, πολλές φορές έμεναν το βράδυ στο χωριό και διασκέδαζαν, εκμεταλλευόμενοι τις κοπέλες του χωριού. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στους επαναστάτες που είχαν καταφύγει στο βουνό Κουδούνι, πράγμα που τους εξόργισε και αποφάσισαν να δώσουν τέρμα στις ασυδοσίες και ντροπές των Τούρκων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αυγενική, της οποίας οι κάτοικοι αγανάκτησαν και ειδοποίησαν το σώμα Μακατουνομανώλη και Γιαμαλλή.
Αυτοί, κατέβηκαν λοιπόν κάποιο βράδυ στο χωριό και ανακοίνωσαν στους Τούρκους πως στο εξής θα υπήρχε ομόνοια μεταξύ τους. Σαν επικύρωση της συμφωνίας αυτής παρακάθισαν σε γλέντι Τούρκοι και Χριστιανοί μαζί. Στη διάρκεια του γλεντιού καθένας από τους Έλληνες καπετάνιους έβγαλε το μαχαίρι του και την κατάλληλη στιγμή επιτέθηκαν όλοι μαζί και τους συνέλαβαν. Στη συνέχεια, τους οδήγησαν στο κουδούνι και τους κατάσφαξαν. Για την τρομερή αυτή νύκτα της σφαγής έχει γραφεί και η μαντινάδα.
«Σήκω να πιάσεις το χορό Μανώλη Μακατούνη
και τ’ αποξημερώματα να βγούμε στο Κουδούνι»
Από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του Κρουσώνα και που μένει ανεξίτηλο στις μνήμες των κατοίκων μέχρι και σήμερα, είναι το κάψιμο τριακοσίων Τουρκαλβανών στην εκκλησία του Άγιου Χαραλάμπους. Οι επαναστάτες είχαν περικυκλώσει και εγκλωβίσει τους Τούρκους μέσα στο χωριό, οι οποίοι για να γλιτώσουν κατάφυγαν στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, παίρνοντας παράλληλα σαν όμηρο το μοναχογιό του προκρίτου του χωριού απειλώντας να τον σκοτώσουν.
Οι επαναστάτες, μετά από απόφαση που πήραν και με συγκατάθεση του πατέρα, ο οποίος είπε και τη φράση «αφού είναι γραφτό ντου να ποθάνει απού νταδά για την πατρίδα ας ποθάνει», άνοιξαν τρύπα πάνω από τη στέγη του ναού και τους έριξαν εύφλεκτες ύλες. Αποτέλεσμα, άλλοι να καούν και άλλοι να αναγκαστούν να εξορμήσουν για να γλιτώσουν από τη φωτιά και τον καπνό. Εκεί, τους
περίμεναν οι επαναστάτες και τους αποτελείωσαν. Το δε νεαρό ‘Τζουνιά, κατά άλλους ‘Κριτσωτάκη’, τον βρήκαν αποκεφαλισμένο κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Τον Ιούνιο του 1822 στη θέση Κρουσανιώτικο φαράγγι, έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των οπλαρχηγών Κουρμούλη, Βουρδούμπα, Δεληγιάννη κ.ά. και του Χασάν Πασά. Σκοτώθηκαν περίπου τετρακόσιοι Τούρκοι. Σαν εκδίκηση οι Τούρκοι κατέκαψαν το χωριό και κατέσφαξαν τους καλόγερους της μονής της Αγίας Ειρήνης.
Κατά την επανάσταση του Μαυρογένη, το 1858, οι κάτοικοι του Κρουσώνα είχαν αξιόλογη συμμετοχή και παρουσίασαν αξιόλογη δράση. Το 1866 επίσης, το χωριό, με νέους καπετάνιους (Μανδροκωνσταντής, Βαμβουκομανώλης, Τζουλιαδοδράκος κ.ά.), παίζει σημαντικό ρόλο στην επανάσταση. Οι Τούρκοι το έκαψαν και κατέστρεψαν τις εκκλησίες του για μια ακόμα φορά.
Φυσικά, οι κάτοικοι έλαβαν μέρος και στην επανάσταση του 1878-1879. Σ’ αυτήν έδρασαν ως καπετάνιοι οι Βαμβουκογιάννης και Μακατουνανδρέας. Όσον αφορά την τελευταία επανάσταση του προηγούμενου αιώνα στην Κρήτη, οι κάτοικοι είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες καιρό πριν. Ο Μακατουνανδρέας πήγε στην Αθήνα για να φέρει από εκεί όπλα. Επίσης, οι αδελφοί Ξυλούρη μετέφεραν όπλα από το Παλαιόκαστρο, τα οποία όμως παραδόθηκαν τελικά στους Τούρκους. Γι’ αυτό, αναγκάστηκαν να μεταβούν πάλι στο Παλαιόκαστρο, για να αγοράσουν καινούργια. Κατά την επιστροφή τους προς τον Κρουσώνα, συνάντησαν Τούρκους με τους οποίους και συνεπλάκησαν. Η συμπλοκή αυτή έγινε με σκοπό να δοθεί χρόνος στους άντρες που οδηγούσαν τα φορτωμένα ζώα ν’ απομακρυνθούν και να φθάσουν στον Κρουσώνα σώοι και χωρίς απώλειες.
Οι κάτοικοι δεν υπερασπίστηκαν μόνο το χωριό τους, αλλά έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες όπως: Ξύπετρα, στο Σπανού Μετόχι, στα Γιοφυράκια, στα Σταυράκια, στον Αλμυρό, κ.λ.π.
Στους αγώνες αυτούς διακρίνονταν πάντοτε για την ανδρεία τους και αρκετοί θυσιάστηκαν για το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας. Οι μάχες αυτές έγιναν τραγούδια στο στόμα του λαού, όπως:
Βαρούχας επολέμαγε πάνω απ’ τη Φουντάνα
και στον Κρουσώνα έπεμψε ντελόγο ένα γράμμα
Τούρκοι μας ετυλίξανε πολλοί το γράμμα λέει
και νάρχετε αγλήγορα ζάρενε στο Καστέλι.
Ντέλογο ξεκινήσανε 300 αρματωμένοι
και παν να πολεμήσουνε εις το Κανλί Καστέλι
Και όταν εξεπροβάλανε στις ξερολιάς τ’ αρμάκι
Τούρκους θεωρούνε να γλακούν οθέ του Τσαγκαράκη
και την προσκοίδα στέσανε όξω απ’ τσι Μαλάδες
και πέντε πέφτανε οι Τούρκοι απ’ τσι φοράδες.
Νοίχτε τις πόρτες γρήγορα μέσα να μπει τ’ ασκέρι
πως εγυρίσαν οι καιροί σε τούτο το σεφέρι.
Και μια χανούμ ερώτανε εις την χανιώ την πόρτα
μπας κι είδανε τον μουσταφά που πολεμά στην Ρόκα
μα βαλαχί και μπιλαχί τον είδα σκοτωμένο
απάνω σ’ ένα τρόχατο τον είδα ξαπλωμένο.
Και άλλη μία ερώτανε μπα είδαν τον Ισάνη
μας μεις σου τον αφήσαμε στη φοινικιά το χάνι
φαίνεται κάμαν οι ρωμιοί ετούτο το τερτίπι
να ξολοθρέψουν την Τουρκιά απ’ το νησί της Κρήτης.
Αρχικά, ο Κρουσώνας δεν μετείχε στην επανάσταση της Θερίσου. Αργότερα όμως, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων τάχτηκε στο πλευρό του Βενιζέλου. Πολλοί έλαβαν μέρος και στο Μακεδονικό Αγώνα.
Οι Μάχες του Κρουσώνα το 1822
Του Γεωργίου Α. Τζωράκη*
Οι Μάχες του Κρουσώνα τον Ιούλιο του 1822 εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των εχθροπραξιών που σημειώθηκαν κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης στην Κρήτη.
Ήδη από το Μάιο του 1822 είχε καταφθάσει ο αιγυπτιακός στρατός στην Κρήτη με επικεφαλής τον Χασάν Πασά, ύστερα από έκκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ του Δ’ ο οποίος αδυνατούσε ν’ αντιμετωπίσει τα ταυτόχρονα επαναστατικά μέτωπα σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο Αιγύπτιος Χασάν Πασάς συναντήθηκε με τον Πασά του Ηρακλείου Σερίφ Πασά αποφασίζοντας να δράσουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Κρήτη προκειμένου να καταστείλουν ταχύτερα την Επανάσταση. Ο Χασάν Πασάς κατευθύνθηκε προς την δυτική Κρήτη, ενώ ο Σερίφ παρέμεινε στην ανατολική.
Στα άμεσα σχέδια του Σερίφ Πασά ήταν να χτυπήσει γι’ άλλη μία φορά τη Μεσσαρά. Μια τέτοια επίθεση θα ήταν όμως παράτολμη αν δεν είχε από πριν εξασφαλίσει τα νώτα του από τους Ανωγειανούς και τους Κρουσανιώτες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σταυρινίδης.
Έτσι στις αρχές του Ιουνίου του 1822 τουρκικός στρατός 2000 ανδρών ξεκινά για τους ανατολικούς πρόποδες του Ψηλορείτη με τελικό προορισμό τον Κρουσώνα και τ’ Ανώγεια. Οι Κρουσανιώτες οπλαρχηγοί αντιλαμβανόμενοι εγκαίρως τον κίνδυνο φυγαδεύουν τα γυναικόπαιδα και λαμβάνουν θέσεις μάχης για την άμυνα του χωριού. Αναφέρεται πως παρατάχθηκαν 250 Κρουσανιώτες. Η μάχη ξέσπασε αρχικά μέσα στον Κρουσώνα αλλά πιεζόμενοι οι Κρουσανιώτες υποχώρησαν τελικά προς το Κρουσανιώτικο φαράγγι και η μάχη γενικεύτηκε εκεί.
Ο επαναστατικός στρατός που αποτελούνταν από Σφακιανούς και Ανωγειανούς και βρισκόταν εκείνο τον καιρό στο κρουσανιώτικο λιβάδι δεν άργησε να ειδοποιηθεί για τα συμβάντα και να κατευθυνθεί προς το πεδίο της μάχης, καθιστώντας δυσκολότερη τη θέση των Τούρκων. Φαίνεται πως οι κρότοι από τις τουφεκιές, πολλαπλασιαζόμενοι από τον αντίλαλο μέσα στο κλειστό φαράγγι πανικόβαλαν τους Τούρκους που τράπηκαν σε φυγή, κατευθυνόμενοι προς τον Κρουσώνα. Άφησαν όμως εκεί πάνω από 400 νεκρούς. Μέσα στο χωριό επιδίδονται σε λεηλασίες καίγοντας σπίτια και εκκλησίες, γρήγορα όμως καταδιώκονται και πάλι από τους επαναστάτες και κατευθύνονται προς τα βουνά με τελικό προορισμό τ’ Ανώγεια. Μέσα στα σχέδιά τους είναι και η καταστροφή της Ιστορικής Μονής της Αγίας Ειρήνης του Κρουσώνα (ανέκαθεν κρησφύγετο των επαναστατών) την οποία και κατερήμωσαν αφού λιθοβόλησαν τους μοναχούς της.
Ο επαναστατικός στρατός των Κρητών, αποτελούμενος από Μαλεβιζιώτες και Μυλοποταμίτες, συγκεντρώνεται στο μεταξύ στο κρουσανιώτικο λιβάδι προκειμένου να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα από ολόκληρη την επαρχία Μαλεβιζίου που είχαν βρει καταφύγιο στην περιοχή κατά την τουρκική επιδρομή. Τελικά η μάχη γενικεύεται στη θέση Κασσός που βρίσκεται στο δρόμο προς τ’ Ανώγεια. Η μάχη αναφέρεται ως πεισματώδης και πολύωρη. Σε μία γενική όμως επίθεση των πολυπληθέστερων Τούρκων οι επαναστάτες υποχωρούν. Τριάντα γυναικόπαιδα που εντοπίζονται από τους Τούρκους σφαγιάζονται με απίστευτη αγριότητα. Δέκα επαναστάτες - κυρίως Κρουσανιώτες - που προσπάθησαν να τους εμποδίσουν σφαγιάζονται κι αυτοί. Οι Τούρκοι προχωρούν τώρα ανενόχλητοι προς τ’ Ανώγεια τα οποία όμως εν τω μεταξύ είχαν εκκενωθεί. Λίγοι άμαχοι που εντοπίζονται εκεί σφάζονται αμέσως και το χωριό καταστρέφεται ολοσχερώς. Ο τουρκικός στρατός παρέμεινε στ’ Ανώγεια 6 ή 7 ημέρες προκειμένου να εξοντώσει τους διαφεύγοντες Ανωγειανούς.
Εν τω μεταξύ ο επαναστατικός στρατός σχεδίαζε αντεπίθεση. Στα μέσα Ιουλίου συγκεντρώνονται στις Γωνιές Μαλεβιζίου Σφακιανοί, Ρεθυμνιώτες, Αμαριώτες, το επικουρικό Σώμα υπό το Νικόλαο Ζερβό και οι Μυλοποταμίτες όλοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κριτοβουλίδης. Εκεί σχεδιάζεται επίθεση κατά των Τούρκων μέσα στ’ Ανώγεια. Όταν έφθασαν όμως εκεί, ο τουρκικός στρατός προφανώς ειδοποιημένος είχε ήδη υποχωρήσει. Αποφασίστηκε τότε να συγκεντρωθούν στον Κρουσώνα και να δράσουν από κει.
Κατά μία άλλη εκδοχή μέσα στους κόλπους των επαναστατών εκδηλώθηκε διαφωνία για τις μετέπειτα κινήσεις τους. Χωρίστηκαν λοιπόν σε τρία σώματα. Το ένα προχώρησε προς τη Μεσαρά, το άλλο προς τις Γωνιές και το τρίτο προς τον Κρουσώνα με σκοπό να χτυπήσει το Σερίφ Πασά που βρισκόταν με πολυάριθμο στρατό στον Άγιο Μύρωνα. Στις δυνάμεις του είχαν προστεθεί και 500 επίλεκτοι Αλβανοί που είχαν αποσταλεί στην Κρήτη ως ειδικά εκπαιδευμένο σώμα.
Στον Κρουσώνα αποφασίζεται να κινηθούν βάσει συγκεκριμένου σχεδιασμού που θα οδηγούσε τον εχθρό σε παγίδα μέσα στο χωριό. Αποστέλλεται λοιπόν απόσπασμα 80 επαναστατών στον Άγιο Μύρωνα, Κρουσανιώτες και Ανωγειανοί, ή κυρίως Ανωγειανοί, και αποσπούν αιγοπρόβατα από το κοπάδι του Σερίφ Πασά για να τον παρασύρουν στον Κρουσώνα όπου θα τους περίμεναν οι υπόλοιποι επαναστάτες. Πράγματι ο Σερίφ Πασάς εξαπολύει εναντίον τους 370 άνδρες απ’ το στρατό του, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν επίλεκτοι Αλβανοί, μ’ επικεφαλής το Μαλεβιζιώτη συνεργάτη του Μακρυμπογιατζή. Οι επαναστάτες καταδιωκόμενοι παρασύρουν τους Τουρκαλβανούς στον Κρουσώνα από την ανατολική πρόσβαση που είχε επί τούτου αφεθεί αφύλακτη, ενώ τα υπόλοιπα περάσματα φρουρούνταν επαρκώς. Οι 370 Τουρκαλβανοί εισβάλλουν στον Κρουσώνα. Ήταν 18 Ιουλίου του 1822. Η μάχη που ξέσπασε στα σοκάκια του χωριού ήταν σφοδρότατη και διήρκεσε μέχρι αργά το βράδυ ενώ είχε ξεκινήσει νωρίς το πρωί. Οι ενισχύσεις που περίμεναν οι Τουρκαλβανοί δεν έφθασαν ποτέ γιατί ο Σερίφ Πασάς ακούγοντας από τον Άγιο Μύρωνα τους πυροβολισμούς πίστευε πως ο στρατός του θριάμβευε. Σε μία πράξη απελπισίας προφανώς, οι Τουρκαλβανοί καταφεύγουν στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Πρόλαβαν μάλιστα να πάρουν μαζί τους ένα νεαρό Κρουσανιώτη που θα χρησιμοποιούσαν ως όμηρο για την ελευθερία τους.
Η παλαιότερη δημοσιευμένη μαρτυρία που υπάρχει για την ταυτότητα του παιδιού αναφέρεται στο γιο του γνωστού Κρουσανιώτη οπλαρχηγού Κοκολοζάχαρη. Αλλού αναφέρεται το επίθετο Τζουνιάς ή Κριτσωτάκης. Οι περισσότερες πηγές, αν και πολύ μεταγενέστερες από τα γεγονότα, φαίνεται να συγκλίνουν στο επίθετο Κριτσωτάκη.
Ο πατέρας του παιδιού που ενημερώθηκε αμέσως για τη θλιβερή εξέλιξη δίνει δραματικά τη συγκατάθεσή του για τη θυσία του γιου του. Πολλοί επαναστάτες τότε εξ αυτών μάλιστα των Κρουσανιωτών, όπως αναφέρει ο Κριτοβουλίδης, ανοίγοντας τρύπες στην οροφή της εκκλησίας ρίχνουν μέσα εύλεκτες ύλες και βάζουν φωτιά. Όσοι από τους έγκλειστους γλιτώνουν από τη φωτιά και τους καπνούς πέφτουν από τις σφαίρες των επαναστατών. Από τους 370 Τουρκαλβανούς επιζούν μόνο 2 προσποιούμενοι τους νεκρούς. Μεταξύ αυτών και ο Μακρυμπογιατζής ο οποίος και μεταφέρει τα νέα στο Σερίφ Πασά. Αργότερα σκοτώνεται κι αυτός κατηγορούμενος ότι οδήγησε τους Τουρκαλβανούς σε παγίδα στον Κρουσώνα. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν περίπου 25. Μεταξύ αυτών και ο νεαρός Κρουσανιώτης που βρέθηκε νεκρός μέσα στην εκκλησία.
Μετά την εξόντωση των Τουρκαλβανών, οι επαναστάτες επιδίδονται σε λαφυραγωγία των όπλων και των χρημάτων του εχθρού, χάνοντας έτσι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να συντρίψουν και τις υπόλοιπες δυνάμεις του Σερίφ Πασά στον Άγιο Μύρωνα.
Σε γενικές γραμμές έτσι διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στον Κρουσώνα, η σημασία των οποίων είναι αναμφισβήτητα μεγάλη. Πέρα από την εξόντωση περισσότερων από 700 ανδρών του εχθρού, οι μάχες του Κρουσώνα είχαν και πιο έμμεσες συνέπειες. Πρώτος ο Κριτοβουλίδης αναφέρει πως ο Σερίφ Πασάς εγκατέλειψε τον Άγιο Μύρωνα μετά την πυρπόληση του Αγίου Χαραλάμπους, ενώ τον αντέγραψαν και οι Τούρκοι της Μεσσαράς που κατευθύνθηκαν κι αυτοί προς το Ηράκλειο φοβούμενοι επίθεση από τους νικητές του Κρουσώνα. Επιπλέον, οι επαναστάτες εμψυχωμένοι από τις επιτυχίες του Κρουσώνα, ρίχνονται με περισσότερη θέρμη στην επανάσταση πολλαπλασιάζοντας τις μάχες, τις ενέδρες και τις δολιοφθορές εις βάρος των Τούρκων γύρω απ’ το Ηράκλειο με αποκορύφωμα την καταστροφή του υδραγωγείου που προμήθευε με νερό το Ηράκλειο από τις Αρχάνες. Εξάλλου, ο απόηχος μίας τόσο μεγάλης νίκης ανύψωσε το ηθικό όλων των Κρητών και συμπαρέσυρε στην επανάσταση και τις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης που δεν είχαν ξεσηκωθεί από την αρχή. Και ήταν τότε που οργανώθηκαν επαναστατικά οι Λασιθιώτες, οι Πεδιαδίτες, οι Μεραμπελιώτες, οι Βιαννίτες, οι Ιεραπετρίτες και οι Στειακοί.
Αναμφισβήτητα η τιμή για τις ηρωικές αυτές μάχες στον Κρουσώνα ανήκει σε ολόκληρη την Κρήτη. Όπως είδαμε άλλωστε, σ’ αυτή πήραν μέρος επαναστάτες από διάφορες περιοχές. Ίσως περισσότερο περήφανοι μπορούν να αισθάνονται οι Κρουσανιώτες και οι Ανωγειανοί εναντίον των οποίων είχε προετοιμαστεί άλλωστε και η τουρκική επίθεση. Εξάλλου, Κρουσανιώτες και Ανωγειανοί απεστάλησαν στον Άγιο Μύρωνα για να προκαλέσουν τον εχθρό, ενώ οι Κρουσανιώτες ήταν αυτοί που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το σχέδιο της εξόντωσης των Τουρκαλβανών μέσα στο ναό. Αν συνεκτιμηθεί μάλιστα και η επιλογή της περιοχής του Κρουσώνα για τη συγκέντρωση των επαναστατών και την παγίδευση του εχθρού, διαφαίνεται καθαρά ο ρόλος των Κρουσανιωτών και δεν δικαιολογούνται τα πορίσματα του Θ. Δετοράκη, στην κατά τ’ άλλα έξοχη Ιστορία του, όπου αποδίδει το σύνολο των γεγονότων στους κατοίκους των Ανωγείων.
Οι Μάχες του Κρουσώνα τον Ιούλιο του 1822 εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των εχθροπραξιών που σημειώθηκαν κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης στην Κρήτη.
Ήδη από το Μάιο του 1822 είχε καταφθάσει ο αιγυπτιακός στρατός στην Κρήτη με επικεφαλής τον Χασάν Πασά, ύστερα από έκκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ του Δ’ ο οποίος αδυνατούσε ν’ αντιμετωπίσει τα ταυτόχρονα επαναστατικά μέτωπα σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο Αιγύπτιος Χασάν Πασάς συναντήθηκε με τον Πασά του Ηρακλείου Σερίφ Πασά αποφασίζοντας να δράσουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Κρήτη προκειμένου να καταστείλουν ταχύτερα την Επανάσταση. Ο Χασάν Πασάς κατευθύνθηκε προς την δυτική Κρήτη, ενώ ο Σερίφ παρέμεινε στην ανατολική.
Στα άμεσα σχέδια του Σερίφ Πασά ήταν να χτυπήσει γι’ άλλη μία φορά τη Μεσσαρά. Μια τέτοια επίθεση θα ήταν όμως παράτολμη αν δεν είχε από πριν εξασφαλίσει τα νώτα του από τους Ανωγειανούς και τους Κρουσανιώτες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σταυρινίδης.
Έτσι στις αρχές του Ιουνίου του 1822 τουρκικός στρατός 2000 ανδρών ξεκινά για τους ανατολικούς πρόποδες του Ψηλορείτη με τελικό προορισμό τον Κρουσώνα και τ’ Ανώγεια. Οι Κρουσανιώτες οπλαρχηγοί αντιλαμβανόμενοι εγκαίρως τον κίνδυνο φυγαδεύουν τα γυναικόπαιδα και λαμβάνουν θέσεις μάχης για την άμυνα του χωριού. Αναφέρεται πως παρατάχθηκαν 250 Κρουσανιώτες. Η μάχη ξέσπασε αρχικά μέσα στον Κρουσώνα αλλά πιεζόμενοι οι Κρουσανιώτες υποχώρησαν τελικά προς το Κρουσανιώτικο φαράγγι και η μάχη γενικεύτηκε εκεί.
Ο επαναστατικός στρατός που αποτελούνταν από Σφακιανούς και Ανωγειανούς και βρισκόταν εκείνο τον καιρό στο κρουσανιώτικο λιβάδι δεν άργησε να ειδοποιηθεί για τα συμβάντα και να κατευθυνθεί προς το πεδίο της μάχης, καθιστώντας δυσκολότερη τη θέση των Τούρκων. Φαίνεται πως οι κρότοι από τις τουφεκιές, πολλαπλασιαζόμενοι από τον αντίλαλο μέσα στο κλειστό φαράγγι πανικόβαλαν τους Τούρκους που τράπηκαν σε φυγή, κατευθυνόμενοι προς τον Κρουσώνα. Άφησαν όμως εκεί πάνω από 400 νεκρούς. Μέσα στο χωριό επιδίδονται σε λεηλασίες καίγοντας σπίτια και εκκλησίες, γρήγορα όμως καταδιώκονται και πάλι από τους επαναστάτες και κατευθύνονται προς τα βουνά με τελικό προορισμό τ’ Ανώγεια. Μέσα στα σχέδιά τους είναι και η καταστροφή της Ιστορικής Μονής της Αγίας Ειρήνης του Κρουσώνα (ανέκαθεν κρησφύγετο των επαναστατών) την οποία και κατερήμωσαν αφού λιθοβόλησαν τους μοναχούς της.
Ο επαναστατικός στρατός των Κρητών, αποτελούμενος από Μαλεβιζιώτες και Μυλοποταμίτες, συγκεντρώνεται στο μεταξύ στο κρουσανιώτικο λιβάδι προκειμένου να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα από ολόκληρη την επαρχία Μαλεβιζίου που είχαν βρει καταφύγιο στην περιοχή κατά την τουρκική επιδρομή. Τελικά η μάχη γενικεύεται στη θέση Κασσός που βρίσκεται στο δρόμο προς τ’ Ανώγεια. Η μάχη αναφέρεται ως πεισματώδης και πολύωρη. Σε μία γενική όμως επίθεση των πολυπληθέστερων Τούρκων οι επαναστάτες υποχωρούν. Τριάντα γυναικόπαιδα που εντοπίζονται από τους Τούρκους σφαγιάζονται με απίστευτη αγριότητα. Δέκα επαναστάτες - κυρίως Κρουσανιώτες - που προσπάθησαν να τους εμποδίσουν σφαγιάζονται κι αυτοί. Οι Τούρκοι προχωρούν τώρα ανενόχλητοι προς τ’ Ανώγεια τα οποία όμως εν τω μεταξύ είχαν εκκενωθεί. Λίγοι άμαχοι που εντοπίζονται εκεί σφάζονται αμέσως και το χωριό καταστρέφεται ολοσχερώς. Ο τουρκικός στρατός παρέμεινε στ’ Ανώγεια 6 ή 7 ημέρες προκειμένου να εξοντώσει τους διαφεύγοντες Ανωγειανούς.
Εν τω μεταξύ ο επαναστατικός στρατός σχεδίαζε αντεπίθεση. Στα μέσα Ιουλίου συγκεντρώνονται στις Γωνιές Μαλεβιζίου Σφακιανοί, Ρεθυμνιώτες, Αμαριώτες, το επικουρικό Σώμα υπό το Νικόλαο Ζερβό και οι Μυλοποταμίτες όλοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κριτοβουλίδης. Εκεί σχεδιάζεται επίθεση κατά των Τούρκων μέσα στ’ Ανώγεια. Όταν έφθασαν όμως εκεί, ο τουρκικός στρατός προφανώς ειδοποιημένος είχε ήδη υποχωρήσει. Αποφασίστηκε τότε να συγκεντρωθούν στον Κρουσώνα και να δράσουν από κει.
Κατά μία άλλη εκδοχή μέσα στους κόλπους των επαναστατών εκδηλώθηκε διαφωνία για τις μετέπειτα κινήσεις τους. Χωρίστηκαν λοιπόν σε τρία σώματα. Το ένα προχώρησε προς τη Μεσαρά, το άλλο προς τις Γωνιές και το τρίτο προς τον Κρουσώνα με σκοπό να χτυπήσει το Σερίφ Πασά που βρισκόταν με πολυάριθμο στρατό στον Άγιο Μύρωνα. Στις δυνάμεις του είχαν προστεθεί και 500 επίλεκτοι Αλβανοί που είχαν αποσταλεί στην Κρήτη ως ειδικά εκπαιδευμένο σώμα.
Στον Κρουσώνα αποφασίζεται να κινηθούν βάσει συγκεκριμένου σχεδιασμού που θα οδηγούσε τον εχθρό σε παγίδα μέσα στο χωριό. Αποστέλλεται λοιπόν απόσπασμα 80 επαναστατών στον Άγιο Μύρωνα, Κρουσανιώτες και Ανωγειανοί, ή κυρίως Ανωγειανοί, και αποσπούν αιγοπρόβατα από το κοπάδι του Σερίφ Πασά για να τον παρασύρουν στον Κρουσώνα όπου θα τους περίμεναν οι υπόλοιποι επαναστάτες. Πράγματι ο Σερίφ Πασάς εξαπολύει εναντίον τους 370 άνδρες απ’ το στρατό του, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν επίλεκτοι Αλβανοί, μ’ επικεφαλής το Μαλεβιζιώτη συνεργάτη του Μακρυμπογιατζή. Οι επαναστάτες καταδιωκόμενοι παρασύρουν τους Τουρκαλβανούς στον Κρουσώνα από την ανατολική πρόσβαση που είχε επί τούτου αφεθεί αφύλακτη, ενώ τα υπόλοιπα περάσματα φρουρούνταν επαρκώς. Οι 370 Τουρκαλβανοί εισβάλλουν στον Κρουσώνα. Ήταν 18 Ιουλίου του 1822. Η μάχη που ξέσπασε στα σοκάκια του χωριού ήταν σφοδρότατη και διήρκεσε μέχρι αργά το βράδυ ενώ είχε ξεκινήσει νωρίς το πρωί. Οι ενισχύσεις που περίμεναν οι Τουρκαλβανοί δεν έφθασαν ποτέ γιατί ο Σερίφ Πασάς ακούγοντας από τον Άγιο Μύρωνα τους πυροβολισμούς πίστευε πως ο στρατός του θριάμβευε. Σε μία πράξη απελπισίας προφανώς, οι Τουρκαλβανοί καταφεύγουν στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Πρόλαβαν μάλιστα να πάρουν μαζί τους ένα νεαρό Κρουσανιώτη που θα χρησιμοποιούσαν ως όμηρο για την ελευθερία τους.
Η παλαιότερη δημοσιευμένη μαρτυρία που υπάρχει για την ταυτότητα του παιδιού αναφέρεται στο γιο του γνωστού Κρουσανιώτη οπλαρχηγού Κοκολοζάχαρη. Αλλού αναφέρεται το επίθετο Τζουνιάς ή Κριτσωτάκης. Οι περισσότερες πηγές, αν και πολύ μεταγενέστερες από τα γεγονότα, φαίνεται να συγκλίνουν στο επίθετο Κριτσωτάκη.
Ο πατέρας του παιδιού που ενημερώθηκε αμέσως για τη θλιβερή εξέλιξη δίνει δραματικά τη συγκατάθεσή του για τη θυσία του γιου του. Πολλοί επαναστάτες τότε εξ αυτών μάλιστα των Κρουσανιωτών, όπως αναφέρει ο Κριτοβουλίδης, ανοίγοντας τρύπες στην οροφή της εκκλησίας ρίχνουν μέσα εύλεκτες ύλες και βάζουν φωτιά. Όσοι από τους έγκλειστους γλιτώνουν από τη φωτιά και τους καπνούς πέφτουν από τις σφαίρες των επαναστατών. Από τους 370 Τουρκαλβανούς επιζούν μόνο 2 προσποιούμενοι τους νεκρούς. Μεταξύ αυτών και ο Μακρυμπογιατζής ο οποίος και μεταφέρει τα νέα στο Σερίφ Πασά. Αργότερα σκοτώνεται κι αυτός κατηγορούμενος ότι οδήγησε τους Τουρκαλβανούς σε παγίδα στον Κρουσώνα. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν περίπου 25. Μεταξύ αυτών και ο νεαρός Κρουσανιώτης που βρέθηκε νεκρός μέσα στην εκκλησία.
Μετά την εξόντωση των Τουρκαλβανών, οι επαναστάτες επιδίδονται σε λαφυραγωγία των όπλων και των χρημάτων του εχθρού, χάνοντας έτσι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να συντρίψουν και τις υπόλοιπες δυνάμεις του Σερίφ Πασά στον Άγιο Μύρωνα.
Σε γενικές γραμμές έτσι διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στον Κρουσώνα, η σημασία των οποίων είναι αναμφισβήτητα μεγάλη. Πέρα από την εξόντωση περισσότερων από 700 ανδρών του εχθρού, οι μάχες του Κρουσώνα είχαν και πιο έμμεσες συνέπειες. Πρώτος ο Κριτοβουλίδης αναφέρει πως ο Σερίφ Πασάς εγκατέλειψε τον Άγιο Μύρωνα μετά την πυρπόληση του Αγίου Χαραλάμπους, ενώ τον αντέγραψαν και οι Τούρκοι της Μεσσαράς που κατευθύνθηκαν κι αυτοί προς το Ηράκλειο φοβούμενοι επίθεση από τους νικητές του Κρουσώνα. Επιπλέον, οι επαναστάτες εμψυχωμένοι από τις επιτυχίες του Κρουσώνα, ρίχνονται με περισσότερη θέρμη στην επανάσταση πολλαπλασιάζοντας τις μάχες, τις ενέδρες και τις δολιοφθορές εις βάρος των Τούρκων γύρω απ’ το Ηράκλειο με αποκορύφωμα την καταστροφή του υδραγωγείου που προμήθευε με νερό το Ηράκλειο από τις Αρχάνες. Εξάλλου, ο απόηχος μίας τόσο μεγάλης νίκης ανύψωσε το ηθικό όλων των Κρητών και συμπαρέσυρε στην επανάσταση και τις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης που δεν είχαν ξεσηκωθεί από την αρχή. Και ήταν τότε που οργανώθηκαν επαναστατικά οι Λασιθιώτες, οι Πεδιαδίτες, οι Μεραμπελιώτες, οι Βιαννίτες, οι Ιεραπετρίτες και οι Στειακοί.
Αναμφισβήτητα η τιμή για τις ηρωικές αυτές μάχες στον Κρουσώνα ανήκει σε ολόκληρη την Κρήτη. Όπως είδαμε άλλωστε, σ’ αυτή πήραν μέρος επαναστάτες από διάφορες περιοχές. Ίσως περισσότερο περήφανοι μπορούν να αισθάνονται οι Κρουσανιώτες και οι Ανωγειανοί εναντίον των οποίων είχε προετοιμαστεί άλλωστε και η τουρκική επίθεση. Εξάλλου, Κρουσανιώτες και Ανωγειανοί απεστάλησαν στον Άγιο Μύρωνα για να προκαλέσουν τον εχθρό, ενώ οι Κρουσανιώτες ήταν αυτοί που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το σχέδιο της εξόντωσης των Τουρκαλβανών μέσα στο ναό. Αν συνεκτιμηθεί μάλιστα και η επιλογή της περιοχής του Κρουσώνα για τη συγκέντρωση των επαναστατών και την παγίδευση του εχθρού, διαφαίνεται καθαρά ο ρόλος των Κρουσανιωτών και δεν δικαιολογούνται τα πορίσματα του Θ. Δετοράκη, στην κατά τ’ άλλα έξοχη Ιστορία του, όπου αποδίδει το σύνολο των γεγονότων στους κατοίκους των Ανωγείων.
Γερμανική Κατοχή
Η εξήγηση του φαινομένου των «γερμανοντυμένων» Ελλήνων.
Το κεφαλοχώρι Κρουσώνας πρωταγωνιστής της αιματοβαμμένης ελληνογερμανο-ελληνικής αναμέτρησης στην Κρήτη 1941- 1945.
..Από τις αρχές του 1942,«ήταν σπάνιο ακόμη και το πιο απόμερο χωριό να μην είχε τουλάχιστον ένα κρυφό πληροφοριοδότη γνωστό ως V-Mann, δηλαδή έμπιστο». Τα δίκτυα της γερμανικής αντικατασκοπίας βασίστηκαν σε κοινοτάρχες πρόθυμους για συνεργασία, ενώ «είναι αξιοσημείωτο ότι τέτοια όργανα ως επί το πρώτον ήταν οπαδοί του Λαϊκού Κόμματος, στους οποίους οι γερμανικές αρχές στηρίχθηκαν όταν πρωτοήρθαν στην Κρήτη»).
Η συγκεκριμένη επισήμανση φωτογραφίζει τους κατοίκους του Κρουσώνα Ηρακλείου, του χωριού με το πιο «μελανό» κατοχικό μητρώο στην Κρήτη, από το οποίο ο Σούμπερτ στρατολόγησε 45 άτομα που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του «Σώματος Κυνηγών» του, με πρωτοπόρα τα μέλη της οικογένειας του Μιχάλη Τζουλιά . Πώς εξηγείται μια τόσο ομόθυμη προθυμία, σε τόσο πρώιμο στάδιο (Ιανουάριος 1942) και μάλιστα στο τελευταίο μέρος της Ελλάδας που θα περίμενε κανείς να συναντήσει γερμανόφιλους; Η εμφάνιση αυτής της δυναμικής φωλιάς φιλοναζιστών οφειλόταν κατά κύριο λόγο «στην γερμανοφροσύνη της οικογένειας των Τζουλιάδων,που ανήκε στην εύπορη τάξη του χωριού και ασκούσε επιρροή σε Κρουσανιώτες με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς συγγένειας, αγχιστείας, συντεκνίας ή παρόμοιων πολιτικών πεποιθήσεων» και , αντίστοιχα, στη γενικότερη «αγγλοφιλία» που εξέφραζε η πλειοψηφία στο χωριό
Συν τοις άλλοις, η κρητική περίπτωση μοιάζει να μην επαληθεύει τα πολυεργαλεία με τα οποία συνηθίζουμε να ερμηνεύουμε τον δωσιλογισμό: «Ο αντικομουνισμός δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο, γιατί στην Κρήτη, αντίθετα με ότι συνέβη στην ηπειρωτική Ελλάδα, δεν βρήκε έδαφος να αναπτυχθεί έως τότε σε υπολογίσιμο παράγοντα» Από τον Μάιο του 1942, οπότε σημειώθηκαν σι πρώτοι φόνοι βεντέτες ανάμεσα στους Τζουλιάδες και την ομάδα τού επίσης κρουσανιώτη αντάρτη, Αντώνη Γρηγοράκη (καπετάν Σατανά), το χωριό θα μεταβληθεί σε πυρήνα του ένοπλου δωσιλογισμού στην Κρήτη και «επίκεντρο εγκληματικών δραστηριοτήτων» Ποιοι ήταν όμως οι «Σουμπερίτες» και τι μαθαίνουμε για αυτούς;To μεγαλύτερο ποσοστό των Σουμπεριτών ήταν άτομα κατώτερης κοινωνικής και οικονομικής στάθμης μικροί γεωργοί ,αγροφύλακες, άνεργοι, τυχοδιώκτες, ζωοκλέφτες και διάφοροι κλέπτες και, όχι σπάνια, χαμηλού διανοητικού επιπέδου, τα οποία παρακινήθηκαν να συνεργασθούν με τον εχθρό βασικά από την επιθυμία του πλουτισμού μέσω της συστηματικής λεηλασίας. Σε μια μικρότερη μερίδα εθελοντών συνετέλεσαν στην ένταξη τους συνδυαστικά η γερμανοφιλία, οι προσωπικές ή οικογενειακές διαφορές, οι κομματικές έριδες και, σε ελάχιστες περιπτώσεις, ο εξαναγκασμός Αυτό που υπονοείται εδώ, είναι πως οι ανείπωτες αγριότητες των Κρουσανιωτών σουμπεριτών, που επί δυόμισι χρόνια πρωτοστάτησαν σε καταδόσεις, δολοφονίες και λεηλασίες από το Λασίθι μέχρι τα ορεινά χωριά της Πέλλας,τροφοδοτούνταν από την περιθωριακότητα της περίπτωσής τους. Πέρα από τη δεδομένη ροπή του ντόπιου κρητικού πληθυσμού στην οπλοκατοχή και οπλοχρησία και τις παραδοσιακές «συνήθεις διαμάχες και διενέξεις με βάση τις προσωπικές, οικογενειακές και κομματικές διαφορές, οι οποίες συχνά κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις» ήταν oι συνθήκες της Κατοχής στην Κρήτη που καθιστούν τόσο ορατές τις εξαιρέσεις του κανόνα. To χάσμα ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους ήταν τόσο βαθύ, ώστε οι ντόπιοι δωσίλογοι ξεχώριζαν αισθητά μέσα στον κρητικό πληθυσμό, εξ ου και το «ακατάσχετο μίσος εναντίον των Γκεσταπιτών, όπως συνήθως αποκαλούσαν τους Σουμπερίτες και γενικά τους δωσίλογος» Η διολίσθηση των «Σουμπεριτών» σε κτηνώδεις πράξεις ανόμοιες με τα έργα και τις ημέρες κάθε άλλης δωσιλογικής οργάνωσης ή παραστρατιωτικού σώματος εκείνης της ταραγμένης εποχής μοιάζει σαν αντίδοτο στην ανασφάλεια που προκαλούσε η de facto τοποθέτηση τους στο πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο. Κι αν δεν μιλούσαμε μάλιστα με ιστορικούς αλλά με ιατρικούς όρους, η αποτέφρωση των 14 γυναικών στην Καλή Συκιά Ρεθύμνου(6 Οκτωβρίου 1943), «πράξη που ξεχώρισε τον Σούμπερτ από τους άλλους Γερμανούς,... και η αποτρόπαια σφαγή στον Χορτιάτη, με μητέρες και παιδιά να καρφώνονται με ξιφολόγχες και να πετιούνται στα φλεγόμενα κτίρια, ίσως να μπορούσε να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της ώσμωσης μερικών ψυχολογικά και κοινωνικά νοσηρών προσωπικοτήτων του Σούμπερτ μη εξαιρουμένου.
epikentro.gr
..Από τις αρχές του 1942,«ήταν σπάνιο ακόμη και το πιο απόμερο χωριό να μην είχε τουλάχιστον ένα κρυφό πληροφοριοδότη γνωστό ως V-Mann, δηλαδή έμπιστο». Τα δίκτυα της γερμανικής αντικατασκοπίας βασίστηκαν σε κοινοτάρχες πρόθυμους για συνεργασία, ενώ «είναι αξιοσημείωτο ότι τέτοια όργανα ως επί το πρώτον ήταν οπαδοί του Λαϊκού Κόμματος, στους οποίους οι γερμανικές αρχές στηρίχθηκαν όταν πρωτοήρθαν στην Κρήτη»).
Η συγκεκριμένη επισήμανση φωτογραφίζει τους κατοίκους του Κρουσώνα Ηρακλείου, του χωριού με το πιο «μελανό» κατοχικό μητρώο στην Κρήτη, από το οποίο ο Σούμπερτ στρατολόγησε 45 άτομα που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του «Σώματος Κυνηγών» του, με πρωτοπόρα τα μέλη της οικογένειας του Μιχάλη Τζουλιά . Πώς εξηγείται μια τόσο ομόθυμη προθυμία, σε τόσο πρώιμο στάδιο (Ιανουάριος 1942) και μάλιστα στο τελευταίο μέρος της Ελλάδας που θα περίμενε κανείς να συναντήσει γερμανόφιλους; Η εμφάνιση αυτής της δυναμικής φωλιάς φιλοναζιστών οφειλόταν κατά κύριο λόγο «στην γερμανοφροσύνη της οικογένειας των Τζουλιάδων,που ανήκε στην εύπορη τάξη του χωριού και ασκούσε επιρροή σε Κρουσανιώτες με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς συγγένειας, αγχιστείας, συντεκνίας ή παρόμοιων πολιτικών πεποιθήσεων» και , αντίστοιχα, στη γενικότερη «αγγλοφιλία» που εξέφραζε η πλειοψηφία στο χωριό
Συν τοις άλλοις, η κρητική περίπτωση μοιάζει να μην επαληθεύει τα πολυεργαλεία με τα οποία συνηθίζουμε να ερμηνεύουμε τον δωσιλογισμό: «Ο αντικομουνισμός δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο, γιατί στην Κρήτη, αντίθετα με ότι συνέβη στην ηπειρωτική Ελλάδα, δεν βρήκε έδαφος να αναπτυχθεί έως τότε σε υπολογίσιμο παράγοντα» Από τον Μάιο του 1942, οπότε σημειώθηκαν σι πρώτοι φόνοι βεντέτες ανάμεσα στους Τζουλιάδες και την ομάδα τού επίσης κρουσανιώτη αντάρτη, Αντώνη Γρηγοράκη (καπετάν Σατανά), το χωριό θα μεταβληθεί σε πυρήνα του ένοπλου δωσιλογισμού στην Κρήτη και «επίκεντρο εγκληματικών δραστηριοτήτων» Ποιοι ήταν όμως οι «Σουμπερίτες» και τι μαθαίνουμε για αυτούς;To μεγαλύτερο ποσοστό των Σουμπεριτών ήταν άτομα κατώτερης κοινωνικής και οικονομικής στάθμης μικροί γεωργοί ,αγροφύλακες, άνεργοι, τυχοδιώκτες, ζωοκλέφτες και διάφοροι κλέπτες και, όχι σπάνια, χαμηλού διανοητικού επιπέδου, τα οποία παρακινήθηκαν να συνεργασθούν με τον εχθρό βασικά από την επιθυμία του πλουτισμού μέσω της συστηματικής λεηλασίας. Σε μια μικρότερη μερίδα εθελοντών συνετέλεσαν στην ένταξη τους συνδυαστικά η γερμανοφιλία, οι προσωπικές ή οικογενειακές διαφορές, οι κομματικές έριδες και, σε ελάχιστες περιπτώσεις, ο εξαναγκασμός Αυτό που υπονοείται εδώ, είναι πως οι ανείπωτες αγριότητες των Κρουσανιωτών σουμπεριτών, που επί δυόμισι χρόνια πρωτοστάτησαν σε καταδόσεις, δολοφονίες και λεηλασίες από το Λασίθι μέχρι τα ορεινά χωριά της Πέλλας,τροφοδοτούνταν από την περιθωριακότητα της περίπτωσής τους. Πέρα από τη δεδομένη ροπή του ντόπιου κρητικού πληθυσμού στην οπλοκατοχή και οπλοχρησία και τις παραδοσιακές «συνήθεις διαμάχες και διενέξεις με βάση τις προσωπικές, οικογενειακές και κομματικές διαφορές, οι οποίες συχνά κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις» ήταν oι συνθήκες της Κατοχής στην Κρήτη που καθιστούν τόσο ορατές τις εξαιρέσεις του κανόνα. To χάσμα ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους ήταν τόσο βαθύ, ώστε οι ντόπιοι δωσίλογοι ξεχώριζαν αισθητά μέσα στον κρητικό πληθυσμό, εξ ου και το «ακατάσχετο μίσος εναντίον των Γκεσταπιτών, όπως συνήθως αποκαλούσαν τους Σουμπερίτες και γενικά τους δωσίλογος» Η διολίσθηση των «Σουμπεριτών» σε κτηνώδεις πράξεις ανόμοιες με τα έργα και τις ημέρες κάθε άλλης δωσιλογικής οργάνωσης ή παραστρατιωτικού σώματος εκείνης της ταραγμένης εποχής μοιάζει σαν αντίδοτο στην ανασφάλεια που προκαλούσε η de facto τοποθέτηση τους στο πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο. Κι αν δεν μιλούσαμε μάλιστα με ιστορικούς αλλά με ιατρικούς όρους, η αποτέφρωση των 14 γυναικών στην Καλή Συκιά Ρεθύμνου(6 Οκτωβρίου 1943), «πράξη που ξεχώρισε τον Σούμπερτ από τους άλλους Γερμανούς,... και η αποτρόπαια σφαγή στον Χορτιάτη, με μητέρες και παιδιά να καρφώνονται με ξιφολόγχες και να πετιούνται στα φλεγόμενα κτίρια, ίσως να μπορούσε να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της ώσμωσης μερικών ψυχολογικά και κοινωνικά νοσηρών προσωπικοτήτων του Σούμπερτ μη εξαιρουμένου.
epikentro.gr
Ενα περιστατικό από τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.
Στα τέλη Αυγούστου 1944 μια δυνατή φθινοπωρινή βροχή λάσπωσε όσες λιγοστές σταφίδες βρισκόταν ακόμα απλωμένες στους οψιγιάδες κατάχαμα, γιατί για σταφιδόχαρτο ούτε λόγος να γίνεται μετά από τρία χρόνια κατοχής. Ετσι σκεπάτηκαν με δυο - τρεις πόντους λάσπη οι σταφίδες του γειτόνου μας Γιώργη Φιλιππίδη από την Κυθαρίδα που τις είχε απλωμένες στο αλώνι του, στη θέση Περβόλα Γουρνών Τεμένους, που χρησιμοποιούσε και για οψιγιά.
Το δικό μας μετόχι, που μείναμε από το Νοέμβριο του 1940 μέχρι και τον Αύγουστο του 1945 μετά την απελευθέρωση, ήταν ψηλότερα από την Περβόλα Γουρνών στη θέση Κοκογιάννη Παπούρα. Στο μετόχι αυτό διατηρούσαμε αρκετές όρνιθες για τα αυγά και το κρέας τους. Τα πρώτα χρόνια της κατοχής τις είχαμε ελεύθερες αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, πήγαιναν τ' αρπακτικά πουλιά σκάρες, γεράκια κ.λ.π. και συχνά ακούαμε ένα παραπονιάρικο κακάρισμα και βλέπαμε να σηκώνεται η σκάρα κρατώντας στα νύχια της μια όρνιθα ή ένα πετεινάρι που μάταια θρηνούσε τη συμφορά του.
Για αρκετό διάστημα τις είχαμε στον κούμο και τ' απογεύματα όταν τις αφήναμε ελεύθερες έκανα χρέη βοσκού μ' ε΄να καλάμι στο χέρι για να φοβούνται τ' αρπακτικά.
Ημουν τότε 12 χρονών.
Η θρασύτητα όμως των αρπακτικών ξεπέρασε κάθε όριο και παρά την επίβλεψή μου μια μέρα του Αυγούστου μια σκάρα με κάθετη εφόρμηση, σαν Γερμανικό "Στούκα", μου άρπαξε μια όρνιθα κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια μου, δίπλα μου, αφού το καλάμι που κρατούσα έσπασε στη ράχη της αλλά αυτή απτόητηη κρατώντας στα νύχια της γιατζωμένη την όρνιθα πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες οι όρνιθες κλείστηκαν μόνιμα πια στο κουμάσι. Δημιουργήθηκε όμως πρόβλημα τροφής και οι εγκαταλελειμένες λασπωμένες σταφίδες του γειτόνου ήταν μια καλή λύση για μας. Ενα πρωινό λοιπόν φορώντας τα πιο παλιά μας ρούχα κατεβήκαμε με τον πατέρα μου στον οψιγιά και μαζέψαμε σε κοφίνια όσο πιο πολλές σταφίδες μπορούσαμε.
Τη μεταφορά τους ανέλαβα εγώ και ο πατέρας μου αφού γέμισε μια λάντζα με νερό τις έβαζε λίγες λίγες στο τρυπητό τσιγκάκι, τις ξέπλενε και τις άπλωνες ξανά να στεγνώσουν για να διατηρηθούν κάπως και να τις δίνομε λίγες - λίγες στις όρνιθες.
Δεν είχε κάνει την 7η ή 8η διαδρομή μετόχι - περβόλα και ξαφνικά είδα να ανεβαίνουν από το μονοπάδι δυο Γερμαρνοί οπλισμένοι και φορώντας κράνη. Γύρισα πίσω τρέχοντας και λαχανιασμένος λέγω στον πατέρα μου - Δυο Γερμανοί έρχονται απ' τη Περβόλα. Δεν μου μίλησαν και πιστεύω δε με είδαν. - Κάθισε εδώ να έλθουν να δούμε τι θέλουν.
Ετσι καθίσαμε "περιμένοντας τους βαρβάρους" που σε λίγη ώρα έφθασαν στο σπίτι. Ο πατέρας μου δεν ήξερε καθόλου Γερμανικά εκτός από λίγες - ελάχιστες λέξεις. Τους ρώτησε αν μιλάνε Γαλλικά, τα οποία ο ίδιος μιλούσε πολύ καλά, και ο ένας του είπε ότι μιλούσε τα Γαλλικά λίγο.
Κάθισαν έξω στην αυλή και τους προσφέραμε τομάτες και ξυλάγγουρα, που κόψαμε εκείνη τη στιγμή απ' το μικρό κήπο που διατηρούσαμε, ελιές, παξιμάδι και την απαραίτητη σ' αυτές τις περιπτώσεις τσικουδιά. Εφαγαν απ' όλα αλλά τσικουδιά δεν ήπιαν, δεν δοκίμασαν καν. Εν τω μεταξύ δεν μιλούσαν καθόλου πράγμα που μας έβαλε σε σκέψεις τί γύρευαν;
Κάποια στιγμή βλέποντας τα παλιόρουχα που φορούσαμε και τις λασπωμένες σταφίδες μπαίνει ο ένας τους μέσα στο σπίτι και αρχίζει να βγάζει από τις τσέπες του παντελονιού του κουτάκια με σφαίρες.
Κάθε κουτάκι ήταν στο μέγεθος μιας πλάκας πράσινου σαπουνιού. Θα είχε γύρω στις 7-8 κουτάκια στη κάθε τσέπη. Αφού άδειασε τις τσέπες άρχισε να λύνει τη ζώνη, να ξεκουμπώνει τα κουμπιά και να κατεβάζει το παντελόνι. Με έκπληξη και απορία παρακολουθούσαμε τη σκηνή.
Οταν έβγαλε το παντελόνι, από μέσα φορούσε δεύτερο, αφού έβαλε πάλι τα κουτάκια με τις σφαίρες στις τσέπες του δεύτερου αυτού παντελονιού άρχισε να διπλώνει προσεκτικά και επιμελημένα το πρώτο και το δώρησε στο πατέρα μου.
"Je vous remercie beacoup" του είπε ο πατέρας μου και το κράτησε. "Το σας ευχαριστώ πολύ" ήταν και η πρώτη φράση που έμαθα στα Γαλλικά. Ξανακάθησαν έξω και συνέχισαν να τρώνε ελιές - τομάτες - παξυμάδι κουβέντα όμως για το σκοπό τους.
Κάποια στιγμή, ενώ η μητέρα μου κι εγώ είμαστε μέσα στο σπίτι, ο "γαλλομαθής" είπε στον πατέρα μου: - Θα σου εμπιστευτώ κάτι^ εμείς οι δυο δεν είμαστε Γερμανοί^ Είμαστε Ρώσοι και πέσαμε με αλεξίπτωτα τη νύχτα, δίνοντάς του να καταλάβει ότι έπεσαν προς τη Φοινικιά και θέλομε να πάμε στον Κρουσώνα ή τους Ασίτες. Ξεδίπλωσε μάλιστα ένα κομάτι χαρτί, κάτι σαν πρόχειρο χάρτη, που έδειχνε το δρόμο Ηρακλείου - Μοιρών, πιο πίσω το δρόμο Βούτες - Αγιο Μύρωνα - Ασίτες και πιο πάνω τον Κρουσώνα. Τα ονόματα των χωριών ήταν γραμμένα με λατινικά γράμματα και το σκαρίφημα ήταν χειρόγραφο. Τελικά μας ζήτησαν να τους δείξομε που ευρίσκοντο και το δρόμο για Κρουσώνα.
Στην αρχή φοβηθήκαμε μήπως ήσαν Γερμανοί και μας μιλούσαν παραπλανητικά για να δουν αν είχαμε διασυνδέσεις με αντάρτες μια και μέναμε μόνοι στην περιοχή, αλλά τελικώς τους συνόδευσα στην κορυφή του λόφου απ' όπου τους έδειξα κάτω και μπροστά μας το δρόμο Ηρακλείου - Μοιρών, πιο πάνω τις Βούτες αριστερά τον Αγιο Μύρωνα και στο βάθος τον Κρουσώνα.
Για τους Ασίτες που δεν φαινόταν τους έδωσα με νοήματα να καταλάβουν ότι ήταν αριστερότερα από τον Αγιο Μύρωνα.
Αυτοί με φιλικά κτυπήματα στην πλάτη με ευχαρίστησαν και κατηφόρησαν την πλαγιά τραβώντας για το σκοπό τους.
Οταν σε λίγο γύρισα σπίτι βρήκαμε στην τσέπη του παντελονιού ένα κομάτι Ρωσικής εφημερίδας που διετήρησαν και του οποίου παραθέτω φωτογραφίες των δυο όψεών του (όψις 1 και όψις 2).
Μετά την εκπομπή του κ. Νίκου Ψιλάκη στην Κρητική τηλεόραση της 5ης Μαρτίου 1998 σχετικής με δυο αποδράσεις Ρώσων κρατουμένων από το Γερμανικό Στρατόπεδο Πεφένενας Χερσονήσου την ίδια εποχή (τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτεμβρίου 1944) και απ' όσα κατέθεσαν οι ομιλήσαντες σ' αυτήν υπάρχει μια διαφορά στον αριθμό των αποδρασάντων και στον αριθμό αυτών που βγήκαν στα Λασιθιώτικα βουνά.
Πιστεύω ότι οι δυο Ρώσοι της ιστορίας μας προέρχονται από αυτούς που ακολούθησαν πορεία προς δυσμάς και όχι όπως μας είπαν ότι έπεσαν με αλεξίπτωτο (από πού άλλωστε ξεκίνησαν και με τί αεροπλάνο ήλθαν;).
Πιστεύω ακόμη ότι κάποιος στη Φοινικιά τους έκαμε το σχεδιαγράμμα για το δρομολόγιο που έπρεπε να ακολουθήσουν.
Πάντως το κομάτι της εφημερίδας, το οποίον έδειξα σε ελληνομαθή Ρωσίδα είναι από φιλολογική εσωτερική σελίδα και δεν περιέχει χρήσιμες πληροοφορίες, ειμή μόνο ότι ο εικονιζόμενος ηλικιωμένος κύριος είναι ο Νορβηγός νομπελίστας συγγραφέας Κνουτ Χάμσον ο οποίος στις 4 Αυγούστου 1944 έγινε 85 ετών. Προφανώς η εφημερίδα είναι της αυτής ημερομηνίας.
Εμμεσα προκύπτει ότι, εάν οι Ρώσοι αιχμάλωτοι της Χερσονήσου ήλθαν στην Κρήτη μετά τις 4 Αυγούστου πιθανόν σ' ένα μήνα να οργάνωσαν και να πραγματοποίησαν την απόδρασή τους, άλλως η υπόθεση των δυο Ρώσων παραμένει, με τα αρχικά ερωτηματικά της. Αν θέλει ο κ. Ψιλάκης που ασχολείται με το θέμα ας το διερευνήσει.
Το δικό μας μετόχι, που μείναμε από το Νοέμβριο του 1940 μέχρι και τον Αύγουστο του 1945 μετά την απελευθέρωση, ήταν ψηλότερα από την Περβόλα Γουρνών στη θέση Κοκογιάννη Παπούρα. Στο μετόχι αυτό διατηρούσαμε αρκετές όρνιθες για τα αυγά και το κρέας τους. Τα πρώτα χρόνια της κατοχής τις είχαμε ελεύθερες αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, πήγαιναν τ' αρπακτικά πουλιά σκάρες, γεράκια κ.λ.π. και συχνά ακούαμε ένα παραπονιάρικο κακάρισμα και βλέπαμε να σηκώνεται η σκάρα κρατώντας στα νύχια της μια όρνιθα ή ένα πετεινάρι που μάταια θρηνούσε τη συμφορά του.
Για αρκετό διάστημα τις είχαμε στον κούμο και τ' απογεύματα όταν τις αφήναμε ελεύθερες έκανα χρέη βοσκού μ' ε΄να καλάμι στο χέρι για να φοβούνται τ' αρπακτικά.
Ημουν τότε 12 χρονών.
Η θρασύτητα όμως των αρπακτικών ξεπέρασε κάθε όριο και παρά την επίβλεψή μου μια μέρα του Αυγούστου μια σκάρα με κάθετη εφόρμηση, σαν Γερμανικό "Στούκα", μου άρπαξε μια όρνιθα κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια μου, δίπλα μου, αφού το καλάμι που κρατούσα έσπασε στη ράχη της αλλά αυτή απτόητηη κρατώντας στα νύχια της γιατζωμένη την όρνιθα πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες οι όρνιθες κλείστηκαν μόνιμα πια στο κουμάσι. Δημιουργήθηκε όμως πρόβλημα τροφής και οι εγκαταλελειμένες λασπωμένες σταφίδες του γειτόνου ήταν μια καλή λύση για μας. Ενα πρωινό λοιπόν φορώντας τα πιο παλιά μας ρούχα κατεβήκαμε με τον πατέρα μου στον οψιγιά και μαζέψαμε σε κοφίνια όσο πιο πολλές σταφίδες μπορούσαμε.
Τη μεταφορά τους ανέλαβα εγώ και ο πατέρας μου αφού γέμισε μια λάντζα με νερό τις έβαζε λίγες λίγες στο τρυπητό τσιγκάκι, τις ξέπλενε και τις άπλωνες ξανά να στεγνώσουν για να διατηρηθούν κάπως και να τις δίνομε λίγες - λίγες στις όρνιθες.
Δεν είχε κάνει την 7η ή 8η διαδρομή μετόχι - περβόλα και ξαφνικά είδα να ανεβαίνουν από το μονοπάδι δυο Γερμαρνοί οπλισμένοι και φορώντας κράνη. Γύρισα πίσω τρέχοντας και λαχανιασμένος λέγω στον πατέρα μου - Δυο Γερμανοί έρχονται απ' τη Περβόλα. Δεν μου μίλησαν και πιστεύω δε με είδαν. - Κάθισε εδώ να έλθουν να δούμε τι θέλουν.
Ετσι καθίσαμε "περιμένοντας τους βαρβάρους" που σε λίγη ώρα έφθασαν στο σπίτι. Ο πατέρας μου δεν ήξερε καθόλου Γερμανικά εκτός από λίγες - ελάχιστες λέξεις. Τους ρώτησε αν μιλάνε Γαλλικά, τα οποία ο ίδιος μιλούσε πολύ καλά, και ο ένας του είπε ότι μιλούσε τα Γαλλικά λίγο.
Κάθισαν έξω στην αυλή και τους προσφέραμε τομάτες και ξυλάγγουρα, που κόψαμε εκείνη τη στιγμή απ' το μικρό κήπο που διατηρούσαμε, ελιές, παξιμάδι και την απαραίτητη σ' αυτές τις περιπτώσεις τσικουδιά. Εφαγαν απ' όλα αλλά τσικουδιά δεν ήπιαν, δεν δοκίμασαν καν. Εν τω μεταξύ δεν μιλούσαν καθόλου πράγμα που μας έβαλε σε σκέψεις τί γύρευαν;
Κάποια στιγμή βλέποντας τα παλιόρουχα που φορούσαμε και τις λασπωμένες σταφίδες μπαίνει ο ένας τους μέσα στο σπίτι και αρχίζει να βγάζει από τις τσέπες του παντελονιού του κουτάκια με σφαίρες.
Κάθε κουτάκι ήταν στο μέγεθος μιας πλάκας πράσινου σαπουνιού. Θα είχε γύρω στις 7-8 κουτάκια στη κάθε τσέπη. Αφού άδειασε τις τσέπες άρχισε να λύνει τη ζώνη, να ξεκουμπώνει τα κουμπιά και να κατεβάζει το παντελόνι. Με έκπληξη και απορία παρακολουθούσαμε τη σκηνή.
Οταν έβγαλε το παντελόνι, από μέσα φορούσε δεύτερο, αφού έβαλε πάλι τα κουτάκια με τις σφαίρες στις τσέπες του δεύτερου αυτού παντελονιού άρχισε να διπλώνει προσεκτικά και επιμελημένα το πρώτο και το δώρησε στο πατέρα μου.
"Je vous remercie beacoup" του είπε ο πατέρας μου και το κράτησε. "Το σας ευχαριστώ πολύ" ήταν και η πρώτη φράση που έμαθα στα Γαλλικά. Ξανακάθησαν έξω και συνέχισαν να τρώνε ελιές - τομάτες - παξυμάδι κουβέντα όμως για το σκοπό τους.
Κάποια στιγμή, ενώ η μητέρα μου κι εγώ είμαστε μέσα στο σπίτι, ο "γαλλομαθής" είπε στον πατέρα μου: - Θα σου εμπιστευτώ κάτι^ εμείς οι δυο δεν είμαστε Γερμανοί^ Είμαστε Ρώσοι και πέσαμε με αλεξίπτωτα τη νύχτα, δίνοντάς του να καταλάβει ότι έπεσαν προς τη Φοινικιά και θέλομε να πάμε στον Κρουσώνα ή τους Ασίτες. Ξεδίπλωσε μάλιστα ένα κομάτι χαρτί, κάτι σαν πρόχειρο χάρτη, που έδειχνε το δρόμο Ηρακλείου - Μοιρών, πιο πίσω το δρόμο Βούτες - Αγιο Μύρωνα - Ασίτες και πιο πάνω τον Κρουσώνα. Τα ονόματα των χωριών ήταν γραμμένα με λατινικά γράμματα και το σκαρίφημα ήταν χειρόγραφο. Τελικά μας ζήτησαν να τους δείξομε που ευρίσκοντο και το δρόμο για Κρουσώνα.
Στην αρχή φοβηθήκαμε μήπως ήσαν Γερμανοί και μας μιλούσαν παραπλανητικά για να δουν αν είχαμε διασυνδέσεις με αντάρτες μια και μέναμε μόνοι στην περιοχή, αλλά τελικώς τους συνόδευσα στην κορυφή του λόφου απ' όπου τους έδειξα κάτω και μπροστά μας το δρόμο Ηρακλείου - Μοιρών, πιο πάνω τις Βούτες αριστερά τον Αγιο Μύρωνα και στο βάθος τον Κρουσώνα.
Για τους Ασίτες που δεν φαινόταν τους έδωσα με νοήματα να καταλάβουν ότι ήταν αριστερότερα από τον Αγιο Μύρωνα.
Αυτοί με φιλικά κτυπήματα στην πλάτη με ευχαρίστησαν και κατηφόρησαν την πλαγιά τραβώντας για το σκοπό τους.
Οταν σε λίγο γύρισα σπίτι βρήκαμε στην τσέπη του παντελονιού ένα κομάτι Ρωσικής εφημερίδας που διετήρησαν και του οποίου παραθέτω φωτογραφίες των δυο όψεών του (όψις 1 και όψις 2).
Μετά την εκπομπή του κ. Νίκου Ψιλάκη στην Κρητική τηλεόραση της 5ης Μαρτίου 1998 σχετικής με δυο αποδράσεις Ρώσων κρατουμένων από το Γερμανικό Στρατόπεδο Πεφένενας Χερσονήσου την ίδια εποχή (τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτεμβρίου 1944) και απ' όσα κατέθεσαν οι ομιλήσαντες σ' αυτήν υπάρχει μια διαφορά στον αριθμό των αποδρασάντων και στον αριθμό αυτών που βγήκαν στα Λασιθιώτικα βουνά.
Πιστεύω ότι οι δυο Ρώσοι της ιστορίας μας προέρχονται από αυτούς που ακολούθησαν πορεία προς δυσμάς και όχι όπως μας είπαν ότι έπεσαν με αλεξίπτωτο (από πού άλλωστε ξεκίνησαν και με τί αεροπλάνο ήλθαν;).
Πιστεύω ακόμη ότι κάποιος στη Φοινικιά τους έκαμε το σχεδιαγράμμα για το δρομολόγιο που έπρεπε να ακολουθήσουν.
Πάντως το κομάτι της εφημερίδας, το οποίον έδειξα σε ελληνομαθή Ρωσίδα είναι από φιλολογική εσωτερική σελίδα και δεν περιέχει χρήσιμες πληροοφορίες, ειμή μόνο ότι ο εικονιζόμενος ηλικιωμένος κύριος είναι ο Νορβηγός νομπελίστας συγγραφέας Κνουτ Χάμσον ο οποίος στις 4 Αυγούστου 1944 έγινε 85 ετών. Προφανώς η εφημερίδα είναι της αυτής ημερομηνίας.
Εμμεσα προκύπτει ότι, εάν οι Ρώσοι αιχμάλωτοι της Χερσονήσου ήλθαν στην Κρήτη μετά τις 4 Αυγούστου πιθανόν σ' ένα μήνα να οργάνωσαν και να πραγματοποίησαν την απόδρασή τους, άλλως η υπόθεση των δυο Ρώσων παραμένει, με τα αρχικά ερωτηματικά της. Αν θέλει ο κ. Ψιλάκης που ασχολείται με το θέμα ας το διερευνήσει.